ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 α
Η πρώτη μας νύχτα – Κάτω από την τεντα – Έκκληση για βοήθεια - Οι ιδιοτροπίες των τσαγιερών και πώς να τις αντιμετωπίσετε – Δείπνο – πώς να νιώσετε μεγαλόψυχος – Ζητείται έρημο νησί με καλό αποστραγγιστικό σύστημα, κατά προτίμηση στην περιοχή του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού – Κάτι περίεργο που συνέβη στον πατέρα του Τζωρτζ – Μι ανήσυχη νύχτα.
Ο Χάρις κι εγώ αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι κατ' αναλογίαν θα πρέπει να είχε γκρεμιστεί και το φράγμα του Μπελ. Ο Τζωρτζ μας είχε ρυμουλκήσει μέχρι το Στέινς και μετά αναλάβαμε εμείς. Μας φαινόταν σα να σέρναμε πίσω μας πενήντα τόνους και να είχαμε περπατήσει εξήντα χιλιόμετρα. Ήταν εφτάμισι όταν περάσαμε πια το φράγμα, οπότε μπήκαμε όλοι στη βάρκα και κωπηλατήσαμε προς την αριστερή όχθη, ψάχνοντας για κάποιο σημείο να αράξουμε.
Αρχικά σκοπεύαμε να πάμε στο νησάκι Μάγκνα Κάρτα, ένα πολύ όμορφο σημείο όπου το ποτάμι κυλάει στριφογυριστά μέσα από μια απαλή, πράσινη πεδιάδα, και να κατασκηνώσουμε σ' ένα από τα γραφικά λιμανάκια που βρίσκονται σ' εκείνη τη μικροσκοπική ακτή. Αλλά για κάποιο λόγο δε νιώθαμε την ίδια λαχτάρα για γραφικά τοπία που νιώθαμε πριν. Λίγο νερό ανάμεσα σε μια μαούνα φορτωμένη κάρβουνο κι ένα εργοστάσιο φωταερίου θα μας είχε ικανοποιήσει εξίσου εκείνη τη νύχτα. Δε θέλαμε τοπία. Θέλαμε να φάμε το δείπνο μας και να κοιμηθούμε. Ωστόσο προχωρήσαμε μέχρι εκείνο το σημείο -το λένε τοποθεσία για Πικνίκ- και αράξαμε σε μια πολύ ωραία γωνιά, κάτω από μια μεγάλη φτελιά, που στις χοντρές της ρίζες δέσαμε τη βάρκα.
Μετά είπαμε να πάρουμε το δείπνο μας (δεν είχαμε πιει τσάι για να κερδίσουμε χρόνο), αλλά ο Τζωρτζ είπε όχι' έπρεπε πρώτα να στήσουμε την τέντα, πριν σκοτεινιάσει, όσο βλέπαμε ακόμα τί κάναμε. Μετά, είπε, θα είχαμε τελειώσει με τις δουλειές και θα καθόμασταν να φάμε με την ησυχία μας.
Αυτή η τέντα ήθελε πολύ περισσότερο στήσιμο απ' ότι πιστεύω ότι οποιοσδήποτε από εμάς είχε υπολογίσει. Θεωρητικά έμοιαζε΄πολύ απλό. Έπαιρνες πέντε πελώρια σιδερένια τόξα και τα στερέωνες πάνω από τη βάρκα και μετά άπλωνες το κανναβάτσο από πάνω τους και το έδενες χαμηλά' σκεφτήκαμε ότι θα μας έπαιρνε γύρω στα δέκα λεπτά.
Το υποτιμήσαμε.
Σηκώσαμε τα τόξα και αρχίσαμε να τα κατεβάζουμε προς τις υποδοχές που ήταν στερεωμένες στη βάρκα. Δε θα φανταζόταν κανείς ότι επρόκειτο για επικίνδυνη δουλειά' αλλά τώρα που αναθυμάμαι το επεισόδιο, αναρωτιέμαι πώς επέζησε κάποιος από μας για να αφηγηθεί την ιστορία. Αυτά δεν ήταν τόξα, ήταν δαίμονες. Κατ' αρχήν δε χωρούσαν καν στις υποδοχές και έπρεπε να πηδάμε επάνω τους και να τα κλωτσάμε και να τα χτυπάμε με το καμάκι της βάρκας. Όταν τελικά μπήκαν, ανακαλύψαμε ότι δεν ήταν αυτές οι υποδοχές τους, οπότε έπρεπε να τα ξαναβγάλουμε.
Έλα όμως που δεν έβγαιναν, παρά μόνο αφού δύο από μας είχαν παλέψει μαζί τους για πέντε λεπτά τουλάχιστον, και μετά αναπηδούσαν ξαφνικά προσπαθώντας να μας πετάξουν στο νερό και να μας πνίξουν. Είχαν μεντεσέδες στη μέση και, όταν δεν κοιτούσαμε, προσπαθούσαν να μας δαγκ΄βσουν με αυτούς τους μεντεσέδες σε ευαίσθητα σημεία του σώματός μας' την ώρα που παλεύαμε με την μια άκρη του τόξου και προσπαθούσαμε να την πείσουμε να κάνει το καθήκον της, η άλλη άκρη μας πλησίαζε ύπουλα και μας χτυπούσε στο κεφάλι.
Τελικά τα στερεώσαμε και μετά το μόνον που είχαμε να κάνουμε ήταν να στερεώσουμε και το καναβάτσο από πάνω τους. Ο Τζωρτζ το ξετύλιξε και στερέωσε τη μία την άκρη στην πλώρη της βάρκας. Ο Χάρις στάθηκε στη μέση για να το πάρει από τον Τζωρτζ και να το ξετυλίξει μέχρι εμένα, που στεκόμουν στην πρύμνη για να το παραλάβω. Έκανε πολλή ώρα να έρθει. Ο Τζωρτζ τελείωσε το έργο που του αναλογούσε, αλλά ο Χάρις ήταν καινούριος στη δουλειά και τα έκανε θάλασσα.
Πώς ακριβώς τα κατάφερε δεν το ξέρω, ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να το εξηγήσει άλλωστε' αλλά με κάποια μυστηριώδη διαδικασία κατάφερε, μετά από δέκα λεπτά υπεράνθρωπης προσπάθειας, να τυλιχτεί ολόκληρος μέσα στο πανί. Ήταν τόσο σφιχτά τυλιγμένος, διπλωμένος και μπουρδουκλωμένος, που ήταν αδύνατον να βγει έξω. Εκείνος, φυσικά, έκανες απελπισμένες προσπάθειες για να ανακτήσει την ελευθερία του – που κάθε Εγγλέζος άλλωστε τη δικαιούται από γεννησιμιού του- και ενώ το έκανε αυτό (απ' ότι έμαθα εκ των υστέρων), έριξε κάτω τον Τζωρτζ' μετά ο Τζωρτζ άρχισε κι εκείνος να παλεύει βρίζοντας τον Χάρις και κατέληξε να μπερδευτεί κι εκείνος και να τυλιχτεί μέσα στο κανναβάτσο.
Εκείνη τη στιγμή εγώ δεν ήξερα τίποτα απ' όλα αυτά. Προσωπικά δεν καταλάβαινα το παραμικρό απ' ό,τι διαδραματίζονταν. Μου είχαν πει να μείνω στη θέση μου και να περιμένω να μου έρθει το κανναβάτσο, οπότε ο Μονμόρενσυ κι εγώ στεκόμασταν εκεί και περιμέναμε και οι δυο σαν καλά παιδιά. Βλέπαμε το κανναβάτσο να τινάζεται περίεργα και να κουνιέται βίαια' αλλά υποθέσαμε ότι ήταν μέρος της μεθόδου και δε θελήσαμε να παρέμβουμε.
Ακούγαμε επίσης πολλές πνιχτές βρισιές από κάτω του και υποθέσαμε ότι οι φίλοι μας έβρισκαν τη δουλειά μάλλον ενοχλητική αποφασίσαμε λοιπόν να περιμένουμε μέχρι να απλοποιηθούν κάπως τα πράγματα, πριν συμμετάσχουμε κι εμείς.
Περιμέναμε κάμποση ώρα, αλλά το ζήτημα έμοιαζε να μπερδεύεται όλο και περισσότερο, μέχρι που τελικά το κεφάλι του Τζωρτζ βγήκε με κόπο πάνω από την κουπαστή της βάρκας και μίλησε.
Το κεφάλι του Τζωρτζ είπε τα εξής, σε έντονο ύφος:
“Δώσε ένα χεράκι, επιτέλους, ηλίθιε' ακούς εκεί να στέκεσαι εκεί σα τη μούμια, ενώ βλέπεις ότι πνιγόμαστε και οι δύο, ανόητε!”
Ποτέ δεν έχω αρνηθεί τη βοήθειά μου, όταν μου τη ζητάνε, έτσι λοιπόν πήγα και τους ξεμπέρδεψα και μάλιστα πάνω στην ώρα, γιατί ο Χάρις κόντευε να μελανιάσει ολόκληρος.
Μας πήρε άλλη μισή ώρα σκληρής δουλειάς για να στηθεί η τέντα' μετά καθαρίσαμε τη βάρκα και βγάλαμε το δείπνο. Βάλαμε την τσαγιέρα να βράζει, ψηλά στην πλώρη της βάρκας' μετά πήγαμε πίσω και συνεχίσαμε να βγάζουμε τα υπόλοιπα πράγματα, κάνοντας πως δεν της δίναμε σημασία.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να πείσεις μια τσαγιέρα να βράσει όταν είσαι σε ποτάμι. Έτσι και σε πάρει χαμπάρι ότι την περιμένεις πώς και πώς, δεν πρόκειται ποτέ της να τραγουδήσει. Πρέπει να απομακρυνθείς και να αρχίσεις να τρως, σαν να μη σκόπευες να πιεις καθόλου τσάι. Δενούτε να γυρίσεις να την κοιτάξεις.Έτσι μόνο θα ακούσεις πολύ σύντομα το νερό να γουργουρίζει ανυπομονώντας να μετατραπεί σε τσάι.
Έτσι και βιάζεστε πολύ, μάλιστα, καλό θα είναι να μιλάτε δυνατά ο ένας στον άλλο και να λέτε ότι δεν έχετε ανάγκη να πιείτε τσάι και επομένως δεν προτίθεστε να φτιάξετε. Πλησιάζετε την τσαγιέρα, τόσο κοντά ώστε να σας ακούσει, και μετά ουρλιάζετε, “Εγώ δε θέλω τσάι' τί λες κι εσύ, Τζωρτζ;” και τότε ο Τζωρτζ ουρλιάζει εις απάντησιν, “Α, όχι, δε μ' αρέσει το τσάι' ας πιούμε λεμονάδα καλύτερα -το τσάι είναι τόσο δυσκολοχώνευτο”. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η τσαγιέρα ξεχειλίζει και σβήνει το καμινέτο.
Υιοθετήσαμε αυτό το άκακο κόλπο και το αποτέλεσμα ήταν πως μέχρι να ετοιμαστούν όλα τα υπόλοιπα, το τσάι μας περίμενε. Τότε ανάψαμε τη λάμπα και κάτσαμε να πάρουμε το δείπνο μας.
Το χρειαζόμασταν εκείνο το δείπνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου