ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 α
Ο Τζωρτζ στρώνεται στη δουλειά – Βάρβαρα ένστικτα των κάβων ρυμούλκησης – Αχαρακτήριστη συμπεριφορά μιας βάρκας – Ρυμουλκούντες και ρυμουλκούμενοι – Σε τί χρησιμεύουν οι εραστές – Περίεργη εξαφάνιση γηραιάς κυρίας – Μια υπέροχη αίσθηση: να σε ρυμουλκούν κορίτσια – Ο χαμένος υδατοφράχτης ή το στοιχειωμένο ποτάμι.
Στρώσαμε το Τζωρτζ στη δουλειά, τώρα που τον είχαμε. Εκείνος, φυσικά, δεν είχε καμιά όρεξη να δουλέψει' αυτό εννοείται. Μας εξήγησε ότι είχε κουραστεί όλη μέρα στο Σίτυ. Ο Χάρις, που από φύσει είναι μάλλον αναίσθητος και διόλου επιρρεπής στον οίκτο, είπε:
“Τώρα λοιπόν θα κουραστείς στο ποτάμι, έτσι για ποικιλία. Η ποικιλία κάνει καλό σε όλους. Εμπρός λοιπόν βγες έξω!”.
Η συνείδησή του – ακόμα και του Τζωρτζ η συνείδηση – δεν του επέτρεπε να αρνηθεί, αν και φρόντισε να προτείνει ότι μπορεί να ήταν καλύτερα να μείνει στη βάρκα και να φτιάξει τσάι ενώ εγώ και ο Χάρις θα ρυμουλκούσαμε, επειδή η ετοιμασία του τσαγιού ήταν πολύπλοκη δουλειά και ο Χάρις κι εγώ δείχναμε κουρασμένοι. Η μόνη απάντηση που καταδεχτήκαμε να του δώσουμε, πάντως, ήταν να του εγχειρήσουμε τον κάβο, οπότε εκείνος τον πήρε και βγήκε έξω.
Υπάρχει κάτι πολύ περίεργο και ακατανόητο με τους κάβους Τυλίγεις τον κάβο με την υπομονή και τη φροντίδα που θα επιδείκνυες διπλώνοντας ένα καινούριο παντελόνι και, πέντε λεπτά αργότερα, όταν πας να τον πάρεις, έχει μετατραπεί σ' ένα φριχτό, εξοργιστικό κουβάρι.
Δε θέλω να φανώ προσβλητικός αλλά πιστεύω ακράδαντα ότι αν πάρεις ένα μέσο κάβο και τον απλώσεις ολόισιο σ' ένα λιβάδι και μετά του γυρίσεις την πλάτη για τριάντα δευτερόλεπτα έτσι και ξαναγυρίσεις και κοιτάξεις, θα ανακαλύψεις ότι έχει μπερδευτεί από μόνος του, έχει δεθεί κόμπους, έχουν χαθεί οι άκρες του κι έχει γίνει όλο θηλιές' και θα σου πάρει τουλάχιστον μισή ώρα να κάθεσαι στο γρασίδι να ιδρώνεις και να ξεϊδρώνεις για να τον ξεμπερδέψεις από την αρχή.
Αυτή είναι η γνώμη μου για τους κάβους εν γένει. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν και οι καλές εξαιρέσεις' δε λέω ότι δεν υπάρχουν. Μπορεί να υπάρχουν κάβοι που τιμούν το είδος τους - ευσυνείδητοι, αξιοπρεπείς κάβοι – κάβοι που δεν φαντασιώνουν ότι είναι χαλάκια πλεγμένα με το βελονάκι ούτε προσπαθούν να γίνουν πλεκτές κουβερτούλες, έτσι και τολμήσεις να τους αφήσεις μόνους για μια στιγμή. Λέω ότι μπορεί να υπάρχουν τέτοιοι κάβοι ελπίζω ειλικρινά να υπάρχουν. Όμως εγώ προσωπικά δεν τους έχω συναντήσει.
Αυτόν τον κάβο τον είχα τυλίξει ιδιοχείρως λίγο πριν φτάσουμε στον υδατοφράχτη. Δεν άφησα τον Χάρις να απλώσει χέρι πάνω του, γιατί είναι άτσαλος. Τον είχα μαζέψει αργά και προσεκτικά, τον είχα δέσει στη μέση, τον είχα διπλώσει στα δύο και τον είχα αποθέσει απαλά στον πάτο της βάρκας. Ο Χάρις τον είχε σηκώσει με επιστημονικές κινήσεις και τον είχε βάλει στο χέρι του Τζωρτζ. Ο Τζωρτζ τον είχε πάρει σταθερά και τον είχε κρατήσει μακριά από το σώμα του και είχε αρχίσει να τον ξετυλίγει λες κι έβγαζε τα σπάργανα από νεογέννητο' όμως πριν ξετυλίξει καμιά δεκαριά μέτρα, το ηλίθιο αυτό κατασκεύασμα θύμιζε έντονα κακοφτιαγμένο χαλάκι εξώπορτα.
Πάντα το ίδιο συμβαίνει και οι συνέπειες είναι επίσης πάντα ίδιες. Αυτός που περπατάει στην όχθη και προσπαθεί να ξεμπερδέψει τον κάβο πιστεύει ότι το σφάλμα είναι εκείνου που τον τύλιξε' και στο ποτάμι όταν κάποιος σκέφτεται κάτι δεν ντρέπεται να το πει.
“Τί προσπαθούσες να κάνεις με τον κάβο, δίχτυ έπλεκες; Ωραία τα κατάφερες' δεν μπορούσες να τον τυλίξεις σωστά, ανόητε;' μουρμουρίζει κάθε τόσο, ενώ παλεύει απεγνωσμένα με τον κάβο και τον απλώνει κάτω στη γλίστρα της ρυμούλκησης και τρέχει ολόγυρά του προσπαθώντας να βρει την άκρη.
Από την άλλη αυτός που τον τύλιξε είναι βέβαιος ότι για όλα ευθύνεται εκείνος που προσπαθεί να τον ξετυλίξει.
“Μια χαρά ήταν όταν τον πήρες!” φωνάζει αγανακτισμένος. “Γιατί δεν προσέχεις τί κάνεις; Έτσι αδέξιος είσαι πάντα. Και δήμιος να γινόσουνα θα σου μπερδευόταν το σκοινί της κρεμάλας!”
Και θυμώνουν τόσο πολύ, που πολύ θα θέλανε να κρεμάσουν ο ένας τον άλλο με τον καταραμένο τον κάβο. Περνάνε δέκα λεπτά και τότε ο πρώτος άντρας βγάζει μια φωνή και αποτρελαίνεται' αρχίζει να χοροπηδάει πάνω στο σκοινί, και προσπαθεί να το ισιώσει αρπάζοντας το πρώτο κομμάτι που πιάνει το χέρι του και τραβώντας το. Φυσικά αυτό μπερδεύεται πιο σφιχτά παρά ποτέ. Μετά ο δεύτερος άντρας βγαίνει από τη βάρκα κι έρχεται να βοηθήσει και τότε ο ένας μπερδεύεται στα πόδια του άλλου και ο ένας εμποδίζει τον άλλο. Πιάνουν και οι δύο την ίδια άκρη, την τραβάνε σε αντίθετες κατευθύνσεις και μετά αναρωτιούνται πού έχει πιάσει. Στο τέλος καταφέρνουν να τον ξεμπερδέψουν και μετά γυρίζουν από τη άλλη και ανακαλύπτουν ότι η βάρκα τους έχει παρασυρθεί από το ρεύμα και πάει ίσια για τον υδατοφράχτη.
Αυτό συνέβη κάποτε μπροστά στα μάτια μου. Ήταν ψηλά στο Μπόβενι, ένα πρωινό που φυσούσε κάπως. Ρυμουλκούσαμε τη βάρκα αντίθετα στο ρεύμα κι όταν στρίψαμε στο γύρισμα, είδαμε δύο άντρες στην όχθη. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με τις πιο απορημένες και θλιβερά ανήμπορες εκφράσεις που είχα δει ποτέ μου σε ανθρώπινο πρόσωπο και κρατούσαν ένα μακρύ σκοινί στα χέρια. Ήταν σαφές ότι κάτι είχε συμβεί, έτσι λοιπόν κόψαμε ταχύτητα και τους ρωτήσαμε τί έτρεχε.
“Έφυγε η βάρκα μας!” απάντησαν αγανακτισμένοι. “Βγήκαμε έξω για λίγο για να ξεμπλέξουμε τον κάβο και όταν γυρίσαμε να δούμε είχε εξαφανιστεί!”
Έδειχναν πληγωμένοι από το γεγονός, που προφανώς το είχαν εκλάβει ως πράξη κακίας και αχαριστίας εκ μέρους της βάρκας,
Βρήκαμε τη δραπέτιδα για λογαριασμό τους πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, σφηνωμένη σε κάτι βούρλα, και τους τη φέραμε πίσω. Στοιχηματίζω ότι δεν την αφήσαν λεπτό μόνη της, τουλάχιστον για μια βδομάδα.
Δε θα ξεχάσω ποτέ μου την εικόνα εκείνων των δύο αντρών που περπατούσαν πάνω κάτω στην όχθη μ' ένα κάβο στα χέρια, ψάχνοντας για τη βάρκα τους.
Βλέπεις πολλά αστεία περιστατικά στο ποτάμι που σχετίζονται με τη ρυμούλκηση. Ένα από τα πιο συχνά είναι το θέαμα δύο ρυμιουλκούντων να περπατάνε με ζωηρό βήμα, απορροφημένοι από τη συζήτησή τους, ενώ ο άντρας στη ρυμουλκούμενη βάρκα, διακόσια μέτρα πιο πίσω, τους φωνάζει μάταια να σταματήσουν και κάνει απεγνωσμένα σινιάλα μ' ένα κουπί Κάτι έχει πάει στραβά' του βγήκε το πηδάλιο ή του γλίστρησε το καμάκι από τη βάρκα ή το καπέλο του έπεσε στο νερό και απομακρύνεται ολοταχώς. Τους φωνάζει να σταματήσουν, στην αρχή μάλλον ήσυχα κι ευγενικά.
“Έι! Σταματήστε μια στιγμή, ντε!' φωνάζει πρόσχαρα. “Έπεσε το καπέλο μου στο νερό!”
Μετά: “Ε! Τομ – Ντικ! Δεν ακούτε;” όχι και τόσο πρόσχαρα αυτή τη φορά.
Μετά: “Έι, πανάθεμά σας, χοντροκέφαλοι! Έι σταματήστε, βρε παλιο!....”
Μετά από αυτό πετάγεται όρθιος και αρχίζει να χοροπηδάει και να ουρλιάζει μέχρι που γίνεται κόκκινος σαν το παντζάρι κι εκτοξε΄τει όσες βρισιές ξέρει. Τα αγοράκια στην όχθη στέκονται και τον κοροϊδεύουν και του πετάνε πέτρες την ώρα που περνάει ρυμουλκούμενος από μπροστά τους με ταχύτητα τεσσάρων μιλίων την ώρα και δεν μπορεί να βγει έξω.
Πολλές από αυτές τις ιστορίες θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν εκείνοι που ρυμουλκούν μπορούσαν να θυμούνται ότι ρυμουλκούν, και να ρίχνουν κάθε τόσο μια ματιά πίσω για να βλέπουν. Πώς τα πάει ο άνθρωπός τους. Και είναι καλύτερα να ρυμουλκεί μόνο ένας. Όταν το κάνουν δύο μαζί, το ρίχνουν στην κουβέντα και ξεχνιούνται και η βάρκα ατό πλευρά της, δεδομένου ότι δεν προβάλλει μεγάλη αν΄τισταση, δε βοηθάει πολύ στο να τους υπενθυμίζει το γεγονός.
Εν είδει παραδείγματος του πόσο αφηρημένο μπορεί να αποδειχτεί ένα ζευγάρι που ρυμουλκεί, ο Τζωρτζ μας αφηγήθηκε, αργά εκείνο το βράδυ, όταν συζητούσαμε το θέμα μετά το δείπνο, ένα πολύ περίεργο περιστατικό.
Εκείνος και τρεις άλλοι άντρες, όπως μας είπε, κωπηλατούσαν σε μια παραφορτωμένη βάρκα ένα απόγευμα, κοντά στο Μέιντεχεντ, όταν λίγο πάνω από τον υδατοφράχτη του Κούκχαμ παρατήρησαν ένα τύπο κι ένα κορίτσι να περπατάνε κατά μήκος της γλίστρας ρυμούλκησης, απορροφημένοι σε μια προφανώς ενδιαφέρουσα και συναρπαστική συζήτηση. Κρατούσαν ένα γάντζο στα χέρια τους και σ' αυτόν τον γάντζο ήταν δεμένος ένας κάβος που σερνόταν πίσω πους με την άκρη του στο νερό. Βάρκα δε φαινόταν πουθενά εκεί κοντά. Κάποια στιγμή θα πρέπει να υπήρχε μια βάρκα δεμένη σ' εκείνον τον κάβο, αυτό ήταν βέβαιο' αλλά τί είχε απογίνει, ποια θλιβερή μοίρα είχε βρει τη βάρκα και τους επιβάτες της, ήταν άλυτο μυστήριο. Ό,το ατύχημα κι αν είχε συμβεί, πάντως, δεν είχε επ' ουδενί ενοχλήσει τη νεαρ΄ή κυρία και τον κύριο που ρυμουλκούσαν. Είχαν τον γάντζο, είχαν και τον κάβο, και αυτά ήταν τα μόνα σύνεργα που θεωρούσαν απαραίτητα για τη δουλειά τους.
Ο Τζωρτζ ήταν έτοιμος να τους βάλει μια φωνή για να ξυπνήσουν, αλλά εκείνη τη στιγμή του πέρασε από το μυαλό μια καταπληκτική ιδέα και συγκρατήθηκε. Πλησίασε τη βάρκα, πήρε το καμάκι κι έφερε μέσα την άκρη του κάβου' έφτιαξαν μια θηλιά, την έδεσαν στη δική τους βάρκα και μετά μάζεψαν τα κουπιά, πήγαν και κάθισαν στην πρύμνη και άναψαν τις πίπες τους.
Έτσι λοιπόν το νεαρό ζευγάρι ρυμούλκησε τέσσερις μαντράχαλους μέχρι το Μάρλοου.
Ο Τζωρτζ είπε ότι ποτέ του δεν είχε δει τόση θλίψη συμπυκνωμένη σε ένα βλέμμα, όσο τη στιγμή που το νεαρό ζευγάρι αντελήφθη ότι, για δυο μίλια τουλάχιστον, ρυμουλκούσαν λάθος βάρκα. Ο Τζωρτζ σκέφτηκε ότι ο νεαρός θα μπορούσε να παρασυρθεί σε λεκτικές βιαιότητες, αν δεν το συγκρατούσε η παρουσία της γλυκειάς κοπέλας στο πλευρό του.
Το κορίτσι ήταν το πρώτο που συνήλθε από την έκπληξη' όταν μπόρεσε να μιλήσει, σταύρωσε τα χέρια και είπε με αγωνία:
“Αχ, Χένρι, πού είναι η θεία;”
“ Τη βρήκαν ποτέ τη γηραιά κυρία;' ρώτησε ο Χάρις.
Ο Τζωρτζ απάντησε ότι δεν ήξερε.
Ο Τζωρτζ κι εγώ είχαμε υπάρξει μάρτυρες ενός ακόμη παραδείγματος της επικίνδυνης διχογνωμίας μεταξύ ρυμουλκούντων και ρυμουλκουμένων κάποια φορά ψηλά κοντά στο Γουόλτον.
Ήταν εκεί που η γλίστρα της ρυμούλκησης κατηφόριζε απαλά προς το νερό, κι εμείς είχαμε κατασκηνώσει στην απέναντι όχθη, κόβοντας κίνηση γενικά. Σε λίγο εμφανίστηκε μια μικρή βάρκα που τη ρυμουλκούσε με τρομερή ταχύτητα ένα δυνατό άλογο πάνω στο οποίο καθόταν ένα πολύ μικρό αγόρι. Σκορπισμένοι στη βάρκα σε ονειροπόλες και αναπαυτικές στάσεις ήταν ξαπλωμένοι πέντε τύποι, και ο άντρας, που ήταν στο πηδάλιο έμοιαζε εντε΄'ως 'ηρεμος.
“Θα ήθελα να δω να τραβάει το λάθος σκοινί”, μουρμούρησε ο Τζωρτζ την ώρα που περνούσαν.
Εκείνη τη στιγμή ο άντρας έκανε αυτό ακριβώς και η βάρκα ανέβηκε βιαστικά στη γλίστρα μ' ένα θόρυβο σαν να σκιζόταν σαράντα χιλιάδες λινά σεντόνια ταυτόχρονα. Δύο άντρες, ένα καλάθι και τα κουπιά εγκατέλειψαν τη βάρκα επιτόπου από την αριστερή πλευρά κι εναποτέθηκαν στην όχθη' ενάμιση λεπτό αργότερα άλλοι δυο άντρες αποβιβάστηκαν από τη δεξιά πλευρά και κάθισαν κάτω ανάμεσα σε γάντζους, πανιά, κουτές και μπουκάλια. Ο τελευταίος συνέχισε άλλα είκοσι μέτρα και μετά βγήκε με το κεφάλι.
Αυτό φάνηκε να ελαφραίνει κάπως τη βάρκα, που συνέχισε το δρόμο της με πολύ μεγαλύτερη ευκολία, καθώς το αγοράκι φώναζε με όλη του τη δύναμη και παρότρυνε το άλογό του να καλπάσει.Οι τύποι κάθονταν και κοίταζαν ο ένας τον άλλο.Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσουν τί τους είχε συμβεί, και τότε άρχιζαν να φωνάζουν απεγνωσμένα στο αγόρι να σταματήσει. Εκείνο όμως ήταν τόσο απασχολημένο με το άλογο, που δεν τους άκουγε κι εμείς τους παρακολουθήσαμε να τρέχουν απεγνωσμένα προς το μέρος του, μέχρι που η απόσταση τους έκρυψε από τα μάτια μας.
Δε μπορώ να πω ότι λυπήθηκα για το ατύχημά τους. Στην πραγματικότητα εύχομαι όλοι οι ανόητοι που αφήνουν τις βάρκες τους να ρυμουλκούνται μ' αυτόν τον τρόπο -κι είναι πολλοί που το κάνουν- να πάθουν τα ίδια και χειρότερα. Εκτός από τον κίνδυνο που διατρέχουν οι ίδιοι, γίνονται κίνδυνος κι ενόχληση για κάθε άλλη βάρκα που προσπερνούν. Πηγαίνοντας με το ρυθμό που πηγαίνουν, είναι αδύνατον να απομακρυνθούν από το δρόμο όλων των άλλων, και όλοι οι άλλοι ε΄ναι αδύνατον ν' απομακρυνθούν από το δρόμο τους. Ο κάβος τους πιάνεται στο κατάρτι σου και σε ανατρέπει ή πιάνει κάποιον από τη βάρκα και είτε τον ρίχνει στο νερό είτε του σκίζει το πρόσωπο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις για να σώσεις τη ζωή σου είναι να είσαι έτοιμος να τους απομακρύνεις με τη λαβή ενός κουπιού.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή