Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11α

Πώς ο Τζωρτζ, για πρώτη φορά στη ζωή του, ξύπνησε νωρίς το πρωί - Ο Τζωρτζ, ο Χάρις και ο Μονμόρεσνυ δυσπιστούν στη θέα του κρύου νερού - Ηρωισμός και αποφασιστηκότητα του Τζέρομ - Ο Τζωρτζ και το πουκάμισό του: ιστορία με ηθικό δίδαγμα - Ο Χάρις μαγειρεύει - Ιστορική αναδρομή που παρεμβάλλεται ειδικά για τα σχολεία.

Ξύπνησα στις έξι το επόμενο πρωί και βρήκα τον Τζὠρτζ να έχει ξυπνήσει κι εκείνος. Γυρίσαμε και οι δύο πλευρό και προσπαθήσαμε να ξανακοιμηθούμε, αλλά δεν μπορούσαμε. Αν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο δεν έπρεπε να ξανακοιμηθούμε, αλλά έπρεπε να σηκωθούμε και να ντυθούμε επιτόπου, θα μας είχε πάερει ο ύπνος αμέσως μόλις κοιτούσαμε τα ρολόγια μας και θα κοιμόμαστα μέχρι τις δέκα. Τώρα όμως που μπορούσαμε άνετα να κοιμηθούμε άλλες δύο ώρες τουλάχιστον και ήταν τελείως παράλογο να σηκωθούμε από τα άγρια χαράματα, αισθανθήκαμε ότι δεν αντέχουμε να μείνου με ξαπλωμένοι ούτε άλλα πέντε λεπτά, έτσι από πείσμα.

             Ο Τζωρτζ είπε ότι αυτό ακριβώς το πράγμα, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό, του είχε συμβεί πριν από δεκαοχτώ περίπου μήνες, όταν έμενε μόνος του στο σπίτι κάποιας κυρίας Γκίπινγκς. Είπε ότι ρολόι του χάλασε ένα βράδυ και σταμάτησε στις 8:15. Αυτό δεν το ήξερε εκείνη τη στιγμή γιατί, για κάποιο λόγο, είχε ξεχάσει να το κουρδίσει όταν πήγε για ύπνο (πράγμα περίεργο γι αυτόν), και το κρέμασε πάνω από το μαξιλάρι του χωρίς να του ρίξει ούτε μία ματιά. Αυτό είχε συμβεί το χεμὠνα, που η μέρα είναι πολύ μικρή, και μάλιστα μια βδομάδα με συνεχή ομίχλη, οπότε το γεγονός ότι ήταν πολύ σκοτεινά όταν ο Τζωρτζ ξύπνησε το πρωί δεν τον βοήθησε να συμπεράνει την ώρα. Άπλωσε το χέρι και κατέβασε το ρολόι του. Ήταν 8:15!

           "Θεέ και Κύριε!" αναφώνησε ο Τζωρτζ. "Κι εγώ πρέπει να βρίσκομαι στο Σίτυ στις 9:00. Γιατί δε με ξύπνησε κανείς;  Τί φρίκη!". Πέταξε κάτω το ρολόι, τινάχτηκε από το κρεβάτι, έκανε ένα κρύο μπάνιο, ντύθηκε και ξυρίστηκε με κρύο νερό γιατί δεν προλάβαινε να περιμένει το ζεστό και μετά έτρεξε κι έριξε άλλη μια ματιά στο ρολόι.

            Είτε από το τράνταγμα που είχε φάει όταν ο Τζωρτζ το πέταξε στο κρεβάτι, είτε για κάποιο άλλο λόγο τον οποίο ο Τζωρτζ δεν μπορούσε να ξέρει, το σίγουρο ήταν ότι από τις 8:15 είχε προχωρήσει και τώρα έδειχνε 8:40.
 
            Ο Τζωρτζ το άρπαξε και κατέβηκε τρέχοντας στο ισόγειο. Στο σαλόνι όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα' δεν υπήρχε φωτιά στο τζάκι ούτε πρωινό. Ο Τζωρτζ σκέφτηκε ότι η κυρία Γκ. θα έπρεπε να ντρέπεται γι'αυτό και αποφάσισε να της πει τη γνώμη του, όταν θα ξαναγύριζε στο σπίτι το απόγευμα. Μετά έβγαλε βιαστικά το παλτό και το καπέλο του και αρπάζοντας την ομπρέλα του, κίνησε για την πόρτα.

             Η πόρτα δεν ήταν καν ξεκλείδωτη. Ο Τζωρτζ αναθεμάτισε την τεμπελιά της κυρίας Γκ., σκέφτηκε πόσο περίεργο ήταν που ο κόσμος δεν μπορούσε να σηκωθεί μιαν αξιοπρεπή λογική ώρα για να ξεκλειδώσει μια πόρτα και βγήκε έξω τρέχοντας.

             Έτρεξε γρήγορα καμιά τριακοσαριά μέτρα και στο τέλος εκείνης της απόστασης άρχισε να του φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι κυκλοφορούσαν πολύ λίγοι άνθρωποι και τα μαγαζιά δεν ήταν ανοιχτά. Το πρωινό ήταν βέβαια πολύ ομιχλώδες και σκοτεινό, αλλά παρόλα αυτά έμοιαζε ασυνήθιστο να προκαλείται γενική στάση εργασίς γι'αυτό το λόγο. Αν εκείνος ἐπρεπε να πάει στη δουλειά του, γιατί ο υπόλοιπος κόσμος να μένει στο κρεβάτι μόνο και μόνο επειδή είχε σκοτάδι και ομίχλη;

             Τελικά έφτασε στο Χόλμπορν. Ούτε ένα παντζούρι δεν ήταν ανοιχτό! Ούτε ένα λεωφορείο δεν φαινόταν πουθενά! Είδε μονάχα τρεις άντρες, εκ των οποίων ο ένας ήταν αστυνομικός, ένα κέρρο γεμάτο λάχανα και μια άμαξα διαλυμένη. Ο Τζωρτζ έβγαλετο ρολόι του και το κοίταξε'ήταν εννέα παρά πέντε! Έμενε ακίνητος και πήρε το σφυγμό του. Έσκυψε κάτω και ψαχούλεψε τα πόδια του.


Μετά, με το ρολόι ακόμα στο χέρι, πήγε στον αστυνομικό και τον ρώτησε αν ήξερε τί ώρα ήταν.

             "Τί ώρα είναι;" εἰπε ο άντρας και κοίταξε τον Τζωρτζ με προφανή καχυποψία. "Περιμένετε και θα το ακούσετε να χτυπάει".

             "Μα χτύπησε μόνο τρεις φορές!" είπε ο Τζωρτζ με πληγωμένο ύφος όταν το ρολόι σταμάτησε.

             "Και πόσες θέλατε να χτυπήσει;" απάντησε ο αξιωματικός.

             "Εννιά, βέβαια", είπε ο Τζωρτζ, δείχνοντας το ρολόι του.

             "Ξέρετε τη διεύθυνση της κατοικίας σας;" είπε ο φύλακας της δημόσιας τάξης σοβαρά.

             Ο Τζωρτζ σκέφτηκε λίγο και μετά του έδωσε τη διεύθυνσή του.

             "Α. εκεί μένετε, ε;" απάντησε ο άντρας. "Λοιπόν, εγώ θα σας συμβούλευα να γυρίσετε σπίτι σας και να πάρετε μαζί σας και το ρολόι σας. Δε νομίζω ότι έχουμε να πούμε τίποτ' άλλο".

              Κι έτσι ο Τζωρτζ ξαναγύρισε σπίτι, περπατώντας συλλογισμένος, και μπήκε μέσα.

           
              Η πρώτη του σκέψη μόλις επέστρεψε ήταν να γδυθεί και να ξαναπέσει για ύπνο' αλλά όταν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να ξαναντυθεί και να ξαναπλυθεί και να ξανακάνει μπάνιο, αποφάσισε να μην ξαπλώσει, αλλά να πάρει έναν υπνάκο στην πολυθρόνα.

             Δεν του κολλούσε όμως ύπνος' ποτέ δεν είχε νιώσει πιο ξύπνιος στη ζωή του' έτσι λοιπόν άναψε τη λάμπα, έβγαλε τη σκακιέρα κι έπαιξε μια παρτίδα σκάκι με τον εαυτό του' αλλά ούτε και αυτό τον ικανοποίησε: φαινόταν κάπως αργό' έτσι λοιπόν παράτησε το σκάκι και προσπάθησε να διαβάσει. Δεν έδειχνε όμως ικανός να ενδιαφερθεί ούτε για το διάβασμα, οπότε ξαβαφόρεσε το παλτό του και βγήκε να κάνει μια βόλτα.

              Έξω ήταν πολύ μοναχικά και έρημα' οι αστυνομικοί που συναντούσε τον κοιτούσαν με απροκάλυπτη καχυποψία, γύριζαν τα φανάρια τους προς το μέρος του και τον έπαιρναν από πίσω. Αυτό τελικά τον επηρέασε τόσο πολύ, που άρχισε να αισθάνεται σαν να είχε πραγματικά κάνει κάτι, οπότε άρχισε να στρίβει στα σοκάκια και να κρύβεται στις σκοτεινές εισόδους των σπιτιών, μόλις άκουγε το βήμα του νόμου να πλησιάζει.

             Φυσικά, αυτή η συμπεριφορά ενέτεινε τη δυσπιστία της αστυνομικής δύναμης απέναντί του' έρχονταν και τον ξετρύπωναν και τον ρωτούσαν τί έκανε εκεί πέρα' όταν απαντούσε, τίποτα, απλώς είχε βγει για μια βόλτα (ήταν πια τέσσερις το πρωί), τον κοίταζαν σα να μην τον πίστευαν' δύο αστυνομικοί με πολιτικά τον συνόδευσαν τελικά μέχρι το σπίτι του για να βεβαιωθούν αν έμενε πραγματικά εκεί που τους είχε δηλώσει. Όταν τον είδαν να μπαίνει μέσα με το κλειδί του, στήθηκαν απέναντι και βάλθηκαν να παρακολουθούν το κτίριο.

         
             Όταν μπήκε μέσα, σκέφτηκε ν'ανάψει φωτιά κια να ετοιμάσει κάτι για πρωινό, ίσα ίσα για να περάσει η ώρα' αλλά έμοιαζε ανύμπορος να πιάσει οτιδήποτε, από μια χούφτα κάρβουνα μέχρι ένα κουταλάκι του τσαγιού, χωρίς να του πέσει ή να σκοντάψει επάνω του και χωρίς να κάνει τόση φασαρία, που η κυρία Γκ. θα ξυπνούσε και θα σκεφτόταν ότι επρόκειτο για διάρρηξη, θα άνοιγε το παράθυρο και θα φώναζε, "Αστυνομία!" και μετά εκείνοι οι δύο αστυνομικοί θα μπουκάριζαν επί τόπου, θα του περνούσαν χειροπέδες και θα τον οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα.

             Τώρα πια τα νεύρα του ήταν σμπαράλια' άρχισε να οραματίζεται τη δίκη του, πως δεν θα τον πίστευε κανείς, πως θα καταδικαζόταν σε είκοσι χρόνια φυλάκιση και η μητέρα του θα πέθαινε από την καρδιά της. Έτσι λοιπόν εγκατέλειψε την προσπάθεια να φτιάξει πρωινό, τυλίχτηκε με το παλτό του και κάθισε στην πολυθρόνα μέχρι τις εφτάμισι που κατέβηκε η κυρία Γκ.

             Είπε ότι μετά από εκείνο το πρωί, δεν είχε ποτέ ξανασηκωθεί νωρίς' το είχε εκλάβει ως προειδοποίηση.




            Καθόμασταν τυλιγμένοι στις κουβέρτες μας όσο ο Τζωρτζ μου έλεγε αυτή την αληθινή ιστορία' όταν τελείωσε, άρχισα να προσπαθώ να ξυπνήσω τον Χάρις μ'ένα κουπί. Στο τρίτο σκούντημα τα κατάφερα: από το άλλο πλευρό και μας είπε ότι θα κατέβαινε σε ένα λεπτό και να του ετοιμάσουμε τις δετές του μποτες. Εμείς σπεύσαμε να του διευκρινήσουμε πού βρισκόταν με τη βοήθεια του καμακιού και τότε ανακάθισε απότομα, στέλνοντας τον Μονμόρενσυ, που κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, στην άλλη άκρη της βάρκας μπρούμητα πανω στην κοιλιά του.

             Μετά μαζέψαμε την τέντα και τέσσερα κεφάλια ξεμύτισαν προς τη μεριά του ποταμιού' όταν κοιτάξαμε κάτω το νερό, ανατριχιάσαμε κι οι τέσσερις. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε αποφασίσει να σηκωθούμε νωρίς το πρωί, να πετάξουμε τις κουβέτρες και τα κασκόλ μας, να ρίξουμε πίσω την τέντα, να πέσουμε στο νερό με μια χαρωπή κραυγή και να απολαύσουμε ένα παρατεταμένο κι απολαυστικό μπάνιο. Τώρα όμως που είχε έρθει το πρωί, για κάποιο λόγο η ιδέα αυτή δε φαινόταν το ίδιο δελεαστική. Το νερό έμοιαζε υγρό και κρύο' ο αέρας έδειχνε παγωμένος.

             "Λοιπόν, ποιος θα μπει πρώτος;" είπε ο Χάρις τελικά.

              Δεν υπήρξε μεγάλος συνωστισμός για την προτεραιότητα. Ο Τζωρτζ έλυσε το ζήτημα από πλευράς του μπαίνοντας μέσα στη βάρκα και φορώντας τις κάλτσες του. Ο Μονμόρενσυ έβγαλε ένα αθέλητο αλύχτισμα, λες και η σκέψη και μόνο του μπάνιου τον είχε τρομοκρατήσει' και ο Χάρις είπε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να ξανασκαρφαλώσουμε στη βάρκα και μπήκε μέσα και ταχτοποίησε το παντελόνι του.

              Εγώ δεν ήθελα να εγκαταλείψω αμέσως την προσπάθεια, παρόλο που δε με ενθουσίαζε η ιδέα της βουτιάς' μπορεί να υπήρχαν κλαδιά ή βούρλα, σκέφτηκα. Είπα να συμβιβάσω τα πράγματα πηγάινοντας ως την άκρη και ρίχνοντας λίγο νερό επάνω μου' έτσι λοιπόν πήρα μια πετσέτα, βγήκα στην όχθη και πήγα και κάθισα πάνω σ' ένα χοντρό κλαδί που έφτανε μέχρι το νερό.

              Το νερό ήταν παγωμένο κι ο αέρας θέριζε. Σκέφτηκα τελικά να μη βραχώ καθόλου, αλλά να ξαναγυρίσω στη βάρκα και να ντυθώ. Έκανα μεταβολή λοιπόν,. αλλά καθώς γυρνούσα, το ηλίθιο το κλαδί υποχώρησε, και εγώ μαζί με την πετσέτα μου πέσαμε μ'ένα τρομερό πλατς στο νερό' και βρέθηκα στη μέση του ποταμού μ'ένα γαλόνι νερό του Τάμεση μέσα μου, πριν προλάβω να καταλάβω τί ακριβώς είχε συμβεί.

             "Θεέ μου! Ο μάγκας ο Τζέρομ μπήκε μέσα", άκουσα τον Χάρις να λέει, καθώς έβγαινα στην επιφάνεια ξεφυσώντας. "Δεν περίμενα να έχει το κουράγιο να το κάνει. Εσύ το περίμενες;"

             "Ωραία είναι;" φώναξε ο Τζωρτζ.

             "Υπέροχα" απάντησα χτυπώντας τα δόντια. "Χάνετε που δε μπαίνετε. Εγώ δεν θα το έχανα για τίποτε στον κόσμο. Γιατί δεν δοκιμάζετε;  Λίγη αποφασιστηκότητα θέλει μόνο".
Αλλά δεν μπορούσα να τους πείσω.


              Την ώρα που ντυνόμουνα, μου συνέβη κάτι πολύ διασκεδαστικό. Κρύωνα τρομερά όταν ανέβηκα πάνω στη βάρκα, και στη βιασύνη μου να φορέσω το πουκάμισό μου το έριξα κατά λάθος στο νερό.

               Το γεγονός μ' εκνεύρισε τρομερά, ιδίως επειδή ο Τζωρτζ έβαλε τα γέλια. Δεν μπορούσα να καταλάβω πού το έβλεπε το αστείο, και το είπα αυτό στο Τζωρτζ, αλλά εκείνος απλώς γέλασε ακόμα περισσότερο. Τελικά έχασα την ψυχραιμία μου μαζί του και του είπα ελεύθερα τη γνώμη μου για το άτομό του' αυτός όμως ξεκαρδίστηκε ακόμα πιο πολύ. Αλλά μετά, ενώ ψάρευα το πουκάμισο, παρατήρησα ότι τελικά δεν ήταν το δικό μου πουκάμισο αλλά του Τζωρτζ, που το είχα περάσει για δικό μου' εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόση πλάκα είχε το γεγονός τελικά και άρχισα κι εγώ να γελάω. Κι όσο πιο πολύ κοιτούσα μια το βρεγμένο πουκάμισο του Τζωρτζ και μια τον Τζωρτζ που είχε πνιγεί στα γέλια, τόσο πιο πολύ διασκέδαζα' γέλασα τόσο πολύ, που μου ξανάπεσε το πουκάμισο στο νερό.

               "Δε ... δε θα το βγάλεις έξω;" είπε ο Τζωρτζ ανάμεσα στα χαχανήτά του.

               Για λίγη ώρα ήταν αδύνατον να του απαντήσω, γιατί είχα πεθάνει στα γέλια, αλλά τελικά, ανάμεσα στα χαχανητά μου κατάφερα να πετάξω:

              "Δεν είναι το δικό μου πουκάμισο -αλλά είναι το δικό σου!"

              Ποτέ δεν είδα έκφραση ανθρώπου να αλλάζε τόσο γρήγορα από εύθυμη σε σοβαρή.

              "Τί! " Ούρλιαξε και τινάχτηκε όρθιος. "Ηλίθιε άντρα! Γιατί δεν προσέχεις τί κάνεις; Γιατί δεν πας να ντυθείς στην όχθη; Δεν είσαι άξιος να κυκλοφορείς σε βάρκα. Δώσε μου το καμάκι".

              Προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει πόσο αστείο ήταν το όλο θέμα, αλλά δεν καταλάβαινε. Ο Τζωρτζ μερικές φορές δεν χαμπαρίζει από αστεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου