κεφάλαιο 8β
Μιλώντας για σατυρικά τραγουδάκια και γιορτές, θυμήθηκα ένα μάλλον περίεργο περιστατικό που έζησα κάποτε, το οποίο νομίζω ότι οφείλει να καταγραφεί σ' αυτές εδώ τις σελίδες, δεδομένου ότι ρίχνει άπλετο φως στις εσωτερικές διανοητικές διεργασίες της ανθρώπινης φύσης.
Ήμασταν συγκεντρωμένοι σε μια γιορτή, διάφοροι μοντέρνοι και μορφωμένοι άνθρωποι. Φορούσαμε τα καλά μας και μιλούσαμε όμορφα και περνούσαμε πολύ καλά – όλοι εκτός από δύο τύπους, φοιτητές, που μόλις είχαν γυρείσει από τη Γερμανία' ήταν δύο συμηθισμένοι νέοι άντρες, που έδειχναν ανήσυχοι και αμήχανοι, σα να θεωρούσαν ότι η βραδιά κυλούσε πολύ αργά. Η αλήθεια είναι ότι τους πέφταμε πολύ έξυπνοι. Η πνευματώδης και σπινθηροβόλα συζήτηση και το καλό μας γούστο τους ξεπερνούσαν. Ένιωθαν έξω από τα νερά τους ανάμεσά μας. Δε θα 'πρεπε να έχουν έρθει καθόλου. Όλοι συμφώνησαν πάνω σ' αυτό, εκ των υστέρων.
Παίξαμε κομμάτια των παλιών Γερμανών δασκάλων. Συζητήσαμε φιλοσοφία και ηθική. Φλερτάραμε με χαριτωμένη αξιοπρέπεια. Μέχρι και χιούμορ κάναμε – καλόγουστο, φυσικά.
Κάποιος απήγγειλε ένα γαλλικό ποίημα μετά το δείπνο και όλοι είπαμε πόσο ωραίο ήταν' και μετά κάποια κυρία τραγούδησε μια ρομαντική μπαλλάντα στα ισπανικά κι έφερε δάκρυα στα μάτια μερικών από εμάς – τόσο θλιβερό ήταν.
Και μετά εκείνοι οι δύο νεαροί σηκώθηκαν και μας ρώτησαν αν είχαμε ακούσει ποτέ τον Πιερ Σλόσεν Μπόσεν (που μόλις είχε φτάσει και βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην τραπεζαρία) να τραγουδάει το καταπληκτικό γερμανικό σατυρικό του τραγουδάκι.
Κανείς μας δεν τον είχε ακούσει, από όσο θυμόμασταν.
Ο ένας νεαρός είπε ότι ήταν το πιο αστείο τραγούδι που είχε γραφτεί ποτέ, και ότι, αν θέλαμε, μπορεί να έπειθαν τον χερ Σλόσεν Μπόσεν, τον οποίον γνώριζαν πολύ καλά, να μας το τραγουδήσει. Είπαν ότι ήταν τόσο αστείο που, όταν ο χερ Σλόσεν Μπόσεν το είχε τραγουδήσει μπροστά στο γερμανό αυτοκράτορα, τον είχαν πάει (το Γερμανό αυτοκράτορα) σηκωτό στο κρεβάτι.
Είπαν ότι κανείς δεν μπορούσε να τραγουδήσει σαν τον χερ Σλόσεν Μπόσεν' ήταν τόσο σοβαρός την ώρα που τρεγουδούσε, που θα νόμιζε κανείς ότι απήγγειλε τραγωδία, και αυτό, φυσικά, ήταν που το έκανε ακόμα πιο αστείο. Είπαν ότι τίποτε στο ύφος ή στη φωνή του δεν άφηνε να εννοηθεί ότι τραγουδούσε κάτι το αστείο – αυτό θα τα χαλούσε όλα. Ήτανα εκείνο το σοβαρό του ύφος, το παθιασμένο σχεδόν, που τον έκανε τόσο ακαταμάχητα αστείο.
Είπαμε ότι ανυπομονούσαμε να τον ακούσουμε κι ότι ένα καλό γέλιο πολύ θα το θέλαμε' κι εκείνοι πηγαν κάτω κι έφεραν τον χερ Σλόσεν Μπόσεν.
Φάνηκε να τον ευχαριστεί η ιδέα να τραγουδήσει, γιατί ανέβηκε αμέσως και κάθισε στο πιάνο χωρίς δεύτερη κουβέντα.
“Α, θα διασκεδάσετε σίγουτα. Θα γελάσετε μέχρι δακρύων”, ψιθύρισαν οι δύο νεαροί καθώς διέσχιχαν το δωμάτιο για να πιάσουν θέση διακριτικά πίσω από την πλάτη του καθηγητή.
Ο χερ Σλόσεν Μπόσεν συνόδευσε ο ίδιος τον εαυτό του. Η εισαγωγή δεν παρέπεμπε ακριβώς σε αστείο τραγουδάκι. Ήταν μια αλλόκοτη, παθιασμένη μελωδία. Σου σήκωνε την τρίχα, για την ακρίβεια' αλλά μουρμουρίσαμε μεταξύ μας ότι αυτό ήταν το γερμανικό στυλ κι ετοιμαστήκαμε να το απολαύσουμε.
Προσωπικά δεν καταλαβαίνω γερμανικά. Τα διδάχτηκα στο σψολείο, αλλά ξέχασα και την τελευταία λέξη μέσα σε δύο χρόνια από την αποφοίτητσή μου κι έκτοτε αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Ωστόσο δεν ήθελα να μαντέψει η ομήγυρη την άγνοιά μου' έτσι λοιπόν σκαρφίστηκα μαι καλούτσικη ιδέα. Καρφωσα τα μάτια μου στους δύο φοιτητές και τους παρακολουθούσα. Όταν χαχάνιζαν. Χαχάνιζα' όταν ξεκαρδίζονταν, ξεκαρδιζόμουν κι εγώ' και κάγχαζα κάθε τόσο από δική μου πρωτοβουλία, σα να είχα γνωρίσει κάτι χιουμοριστικό που είχε διαφύγει στους άλλους. Το θεώρησ α πολύ έντεχνο εκ μέρους μου.
Παρατήρησα, καθώς προχωρούσε το τραγούδι, ότι και άλλοι πολλοί έμοιαζαν να έχουν τα μάτια καρφωμένα στους συο νεαρούς, ακριβώς όπως εγώ. Κι εκείνοι χαχάνιζαν όταν οι νεαροί χαχάνιζαν και ξεκαρδίζονταν όταν ξεκαρδίζονταν οι νεαροί. Και δεδομένου ότι οι δυο νεαροί χαχάνιζαν και ξεκαρδίζοντας συνέχεια σ' όλη τη διάρκεια του τραγουδιού, τα πράγματα κυλούσαν πολύ καλά.
Ωστόσο ο γερμανός καθηγητής δεν έμοιαζε ευτυχής. Στην αρχή, όταν αρχίσαμε να γελάμε, η έκφραση στο πρόσωπό του υποδήλωνε έντονη έκπληξη, λες και το γέλιο ήταν η τελευταία αντίδραση που περίμενε να προκαλέσει. Αυτό μου φάνηκε πολύ αστείο: είπαμε ότι το σοβαρό του ύφος ήταν που είχε πιο πολύ γούστο απ' όλα. Η παραμικρή έκφραση εκ μερους του που θα υποδήλωνε πόσο αστείος ήταν θα τα χάλαγε όλα. Καθώς συνεχίζαμε να γελάμε, η έκπληξή του παραχώρησε τη θέση της σ' ένα ύφος ενόχλησης και αγανάκτησης και μας κοίταξε όλους συνοφρυωμένος (όλους εκτός από τους δύο νεαρούς που δεν μπορούσε να τους δει, γιατί είχαν σταθεί πίσω του). Αυτό μας έκανε να σκάσουμε στα γέλια. Λέγαμε ο ένας στον άλλο ότι, αν συνεχίζαμε έτσι, θα πεθαίναμε από τα γέλια. Τα λόγια και μόνο προσθέσαμε, ήταν αρκετά για να μας κάνουν να ξεκαρδιστούμε, αλλά μαζί μ' αυτήν τη δήθεν κατήφεια – αυτό πια πήγαινε πολύ!
Στην τελευταία στροφή ξεπέρασε τον εαυτό του. Κοίταξε ολόγυρα μ' ένα βλέμμα τέτοιας συμπυκνωμένης αγριότητας που, αν δεν μας είχαν προειδοποιήσει για τον γερμανικό τρόπο σατυρικού τραγουδιού, θα είχαμε νιώσει αμηχανία' κι έβγαλε μια τόσο θρηνητική νότα αγωνίας στην αλλόκοτη μουσική που, αν δεν ξέραμε ότι πρόκειται για σατυρικό τραγουδάκι, μπορεί κα να είχαμε δακρύσει.
Τελείωσε εν μέσω ασυγκράτητων γέλιων. Είπαμε ότι ήταν το πιο αστείο πράγμα που είχαμε ακούσει ποτέ στη χωή μας. Είπαμε πόσο περίεργο ήταν που, παρά το σημερινό γεγονός, η γενική αντίληψη για τους γερμανούς είναι ότι δεν έχουν αίσθηση του χιούμορ. Και ρωτήσαμε τον καθηγητή γιατί δεν μετέφραζε το τραγούδι στα αγγλικά για να το καταλάβουν οι κοινοί άνθρωποι και να ακούσουν τί σήμαινε αληθινά σατυρικό τραγούδι.
Τότε ο χερ Σλόσεν Μπόσεν σηκώθηκε και αντέδρασε πολύ βίαια. Μας έβρισε στα γερμανικά (που ως γλώσσα την κρίνω ιδιαίτερα αποτελεσματική γι αυτόν το σκοπό) κι άρχισε να χοροπηδάει και να μας δείχνει τις γροθιές του και να μας φωνάζει όσα αγγλικά ήξερε. Είπε ότι ποτέ στη ζωή του δεν τον είχαν προσβάλλει τόσο βάναυσα.
Φαίνεται ότι το τραγούδι τελικά δεν είχε την πρόθεση να είναι αστείο. Μιλούσε για ένα κορίτσι που ζούσε στα όρη Χαρτς και είχε θυσιάζει τη ζωή της για να σώσει την ψυχή του εραστή της' εκείνος πέθανε και τα πνεύματά τους συναντήθηκαν στον ουρανό' και μετά, στην τελευταία στροφή, εκείνος είχε εγκαταλείψει το πνεύμα της και το είχε σκάσει με ένα άλλο πνεύμα – δεν είμαι σίγουρος για τις λεπτομέρειες, αλλά ξέρω ότι επρόκειτο για κάτι πολύ θλιβερό. Ο χερ Μπόσεν είπε ότι το είχε τραγουδήσει κάποτε ενώπιον του Γερμανού αυτοκράτορα και είχε κλάψει ( ο Γερμανός αυτοκράτορας) σαν μικρό παιδί. Είπε (ο χερ Μπόσεν) ότι ήταν γενικώς παραδεκτό ότι επρόκειτο για ένα από τα πιο τραγικά και συγκινητικά τραγούδια της γερμανικής γλώσσας.
Ήταν μια δύσκολη στιγμή για μας – πολύ δύσκολη. Μείναμε άφωνοι. Ποτέ δεν είδα γιορτή να δυαλύεται τόσοο γρήγορα και τόσο αθόρυβα. Ούτε καληνύχτα δεν είπαμε μεταξύ μας. Κατεβήκαμε τη σκάλα ένας ένας, στις μύτες των ποδιών, από τη σκιερή της πλευρά. Ζητήσαμε από τον υπηρέτη τα καπέλα και τα παλτά μας ψιθυριστά, ανοίξαμε τηνν εξώπορτα μόνοι μας και γλιστρήσαμε έξω, και στρίψαμε στα γρήγορα τη γωνία, αποφεύγοντας όσο ήταν δυνατόν ο ένας τον άλλο.
Έκτοτε δεν έχω ασχοληιθεί ιδιαίτερα με τα γερμανικά τραγούδια.
Φτάσαμε στον υδατοφράχτη του Σάμπερι στις τρεισήμισι. Το ποτάμι είναι πολύ όμορφο σ' εκείνο το σημείο λίγο πριν περάσεις τις πύλες και τα νερά από πίσω δείχνουν μαγευτικά' αλλά δεν είναι να προσπαθήσεις να τα ανέβεις κωπηλατώντας.
Κάποτε το προσπάθησα. Εγώ τραβούσα κουπί και ρωτούσα τους τύπους που ήταν στο τιμόνι αν πίστευαν ότι μπορεί να γίνει, κι εκείνοι είπαν, φυσικά μπορούσε να γίνει, αρκεί να κωπηλατούσα δυνατά. Βρισκόμασταν μόλις κάτω από τη μικρή γέφυρα για πεζούς που διασχίζει το ποτάμι ανάμεσα στα δύο μικρά φράγματα. Όταν το είπαν αυτό, κι εγώ έσκυψα πάνω από τ ακουπιά, μάζεψα κουράγιο και στρώθηκα στη δουλειά.
Κωπηλάτησα θαυμάσια. Πήρα σταθερό ρυθμό. Δούλευα με τα μπράτσα, τα πόδια και την πλάτη. Τα χτυπήματά μου ήταν ωραία, γρήγορα, κοφτά και είχαν πολύ ωραίο στυλ. Οι δύο φίλοι μου είπαν ότι ήμουν χάρμα οφθαλμών. Μετά από πέντε λεπτά, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να είχαμε πλησιάσει το φράγμα αρκετά και σήκωσα τα μάτια. Βρισκόμασταν κάτω από τη γέφυρα ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου είμασταν όταν είχα αρχίσει να κωπηλατώ, κι ήτανε κι εκείνοι οι δύο ηλίθιοι που κόντευαν να πνιγούν από τα γέλια. Τόση ώρα τραβούσα κουπί σαν τρελός για να κρατήσω τη βάρκα σταθερή στο ίδιο σημείο κάτω από εκείνη τη γέφυρα. Τώρα πια αφήνω τους άλλους να βγάζουν τη βάρκα από τα υδατοφράγματα κωπηλατώντας αντίθετα στο ρεύμα
Τραβήξαμε κουπί μέχρι το Γουόλτον, ένα μέλος μαλλον μεγάλο για παραποτάμια πόλη. Όπως συμβαίνει με όλα τα παραποτάμια μέρη, μόνο ένα ελάχιστο κομμάτι του κατεβαίνει μέχρι το νερό, έτσι ώστε μέσα από τη βάρκα να φαντάζεσαι ότι πρόκειται για κάποιο χωριό με έξι εφτά σπίτια όλα όλα. Το Γουίνσδορ και το Άμπινγκτον είναι οι μόνες πόλεις ανάμεσα στο Λονδίνο και την Οξφόρδη που μπορείς να δεις κάποιο κομμάτι τους από το ποτάμι. Όλες οι άλλες κρύβονται πίσω από τις γωνίες και κρυφοκοιτάνε το ποτάμι από ένα τους δρόμο' τις ευχαριστώ πολύ για την ευγένειά τους ν΄ αφήνουν τις όχθες του ποτσαμού στα δάση και τους αγρού και τις εγκταστάσεις ύδρευσης.
Ακόμα και το Ρήντινγκ, παρόλο που βάζει τα δυνατά του προκειμένου να χαλάσει και να λερώσει και να ασχημύνει όσο μεγαλύτερο κομμάτι του ποταμού μπορεί, μας έχει κάνει τη χάρη τουλάχιστον να κρατάει την άσχημη όψη του στο μεγαλύτερό της μέρος καλά κρυμμένη.
Ο Καίσαρ, φυσικά, είχε ένα μικρό στέκι στο Γουόλτον – στρατόπεδο, χαράκωμα, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Ο Καίσαρ ήταν τακτικός θαμώνας των παραποτάμιων περιοχών. Το ίδιο και η βασίλισσα Ελισσάβετ. Όπου και να πας, είναι αδύνατο να ξεφύγεις απ' αυτή τη γυναίκα. Ο Κρομγουελ και ο Μπραντ Σω, το πρωτοπαλλίκαρο του βασιλιά Καρόλου, σύχναζαν κι εκείνοι σ' αυτά τα μέρη. Θα πρέπει να ήταν πολύ ευχάριστη παρέα όλοι μαζί.
Υπάρχει ένα σιδερένιο “χαλινάρι της γλωσσούς” στην εκκλησία του Γουόλτον. Αυτά τα πράγματα τα χρησιμοποιούσαν τα παλιά χρόνια για να δένουν τις γλώσσες των γυναικών. Τώρα πια έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια. Υποθέτω ότι ο σίδηρος έχει αρχίσει να σπανίζει και κανένα άλλο υλικό δεν είναι αρκετά ανθεκτικό.
Υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτοι τάφοι στην εκκλησία και φοβήθηκα ότι ποτέ δεν θα κατάφερνα να πείσω τον Χάρις να τους προσπεράσει' αλλά φάνηκε να έχει το μυαλό του αλλού, και συνεχίσαμε. Πάνω από τη γέφυρα το ποτάμι αρχίζει να κάνει πολλές στροφές. Αυτό το κάνει πολύ γραφικό' αλλά είναι κι ενοχλητικό από ρυμουλκιτικής ή κωπηλατικής πλευράς και δημιουργεί καυγάδες ανάμεσα στον άνθρωπο που τραβάσει κουπί και τον άνθρωπο που οδηγεί.
Εδώ βλέπεις το Ότλαντς Παρκ στο δεξί σου χέρι. Είναι ένα περίφημο, παλιό κτίσμα Ο Ερρίκος ο Η΄το είχε κλέψει από κάποιον, δε θυμάμαι πώς τον έλεγαν κι έμενε εκεί. Υπάρχει μια σπηλιά μέσα στην ιδιοκτησία που μπορείς να την επισκεφτείς έναντι εισιτηρίου και η οποία υποτίθεται ότι είναι πολύ όμορφη' εγώ προσωπικά δεν της βρίσκω κάτι το ιδιαίτερο. Η αείμνηστη δούκισσα του Γιορκ ζούσε στο Ότλαντς, αγαπούσε πολύ τα σκυλιά και συντηρούσε πλήθος ολόκληρο από δαύτα. Είχε βάλει να της διαρρυθμίσουν ένα ειδικό νεκροταφείο όπου τα έθαβε όταν πέθαιναν και βρίσκονται ακόμα εκεί, γύρω στα πενήντα με μια ταφόπλακα το καθένα και μια επιγραφή απάνω.
Θα τολμούσα να πω ότι το αξίζουν εξίσου με το μέσο χριστιανό.
Στην ταβέρνα Κόργουεϊ Στέικς – στην πρώτη στροφή πάνω από τη γέφυρα του Γουόλτον έγινε μια μάχη μεταξύ του Καίσαρα και του Κασσιβέλαυνου. Ο Κασσιβέλαυνος είχε ετοιμάσει το ποτάμι για τον Καίσαρα, γεμίζοντάς το με πασσάλους (σίγουρα θα είχε κρεμάσει και τη σχετική επιγραφή). Αλλά ο Καίσαρ το διέσχισε παρ' όλα αυτά. Ούτε πνιγμένο δεν τον έβγαζες τον Καίσαρα από αυτό το ποτάμι. Τέτοιους ανθρώπους θα χρειαζόμασταν σήμερα στους υδατοφράχτες
Το Χάλιφορντ και το Σέπερτον είναι δύο μικρά , μέρη που δείχνουν όμορφα από το ποτάμι' αλά στην ουσία κανένα από τα δύο δεν έχει τίποτε το αξιοσημείωτο. Εν τούτοις, υπάρχει ένας τάφος στο νεκροταφείο του Σέπερτον, μ' ένα ποίημα επάνω του, και φοβήθηκα μήπως ο Χάρις ήθελε να πάει εκεί να χαζέψει. Τον είδα να καρφώνει ένα βλέμμα όλο λαχτάρα στην αποβάθρα καθώς την πλησιάζαμε, κι έτσι κατάφερα, με μια επιδέξια κίνηση, να πετάξω το κασκέτο του στο νερό, και μέσα στην αναμπουμπούλα μέχρι να το πιάσει, και την αγανάκτησή του για την αδεξιότητά μου, ξέχασε τους αγαπημένους του τάφους,
Στο Γουέιμπριτζ ο Γουέι (ένα μικρό, χαριτωμένο ποταμάκι, που οι μικρές βάρκες μπορούν να το ανέβουν μέχρι το Γκίλντφορντ, και που ανέκαθεν σκόπευα να εξερευνήσω, αλλά ποτέ μου δεν το έκανα), ο Μπορν και το κανάλι του Μπαζινγκστόουκ εκβάλλουν μαζί στον Τάμεση. Ο υδατοφράχτης βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την πόλη και το πρώτο πράγμα που είδαμε όταν βρεθήκαμε μπροστά του ήταν το σακάκι του Τζωρτζ σε μια από τις μεγάλες πύλες του υδατοφράχτη' μετά από προσεκτικότερη επιθεώρηση αποδείχτηκε ότι μέσα στο σακάκι βρισκόταν και ο Τζωρτζ.
Ο Μονομόρενσυ άρχισε να γαυγίζει σαν τρελός, εγώ ξεφώνισα, ο Χάρις ούρλιαξε' ο Τζωρτζ μας κούνησε το καπέλο και ούρλιαξε κι εκείνος σε απάντηση. Ο φύλακας του υδατοφράχτη βγήκε έξω άρον άρον με την εντύπωση ότι κάποιος είχε πέσει στο νερό και φάνηκε μάλλον να στεναχωριέται όταν ανακάλυψε ότι δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Ο Τζωρτζ κουβαλούσε ένα κάπως περίεργο πακέτο τυλιγμένο σε λαδόκολλα. Ήταν στρογγυλό κι επίπεδο από τη μία μεριά, μ' ένα μακρύ χερούλι να προεξέχει.
“ Τί είναι αυτό;', είπε ο Χάρις, 'τηγάνι;'
“'Όχι”, είπε ο Τζωρτζ με μια περίεργη λάμψη στα μάτια, “είναι η τρέλα της εποχής' όλοι εδώ γύρω έχουν πάρει. Είναι μπάντζο'.
“Δεν ήξερα ότι παίζεις μπάντζο!” φωνάξαμε εγώ και ο Χάρις μ' ένα στόμα, μια φωνή.
“Όχι ακριβώς”, απάντησε ο Τζωρτζ. “Αλλά είναι πολύ εύκολο απ' ότι μου λεν. Άλλωστε πήρα κι ένα βιβλιαράκι με οδηγίες!”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου