Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Το ζήτημα της τροφής – Αντιρρήσεις για τη συμβολή του πετρελαίου στη δημιουργία ατμόσφαιρας – Τί μπορούν να προσφέρουν δύο κεφάλια τυρί στις αποσκευές σας – Μια παντρεμένη φεύγει από το σπίτι της – Περαιτέρω προμήθειες για την περίπτωση ναυαγίου – Φτιάχνω τις αποσκευές μου – Η ισχυρογνωμοσύνη της οδοντόβουρτσας – Ο Τζωρτζ και ο Χάρις φτιάχνουν τις αποσκευές τους – Φριχτή συμπεριφορά του Μονμόρεσνσυ – Αποσυρόμαστε για να ξεκουραστούμε.

Μετά καταπιαστήκαμε με το ζήτημα της τροφής. Ο Τζωρτζ είπε:
 “Ας αρχίσουμε με το πρωινό”. (Ο Τζωρτρζ είναι τόσο πρακτικός)
 “Για το πρωινό, λοιπόν, θα χρειαστούμε ένα τηγάνι” -ο Χάρις είπε ότι είναι δύσπεπτο' αλλά εμείς απλώς του είπαμε να μη λέει χαζομάρες και συνεχίσαμε- “Μια τσαγιέρα, ένα κατσαρολάκι κι ένα καμινέτο”.
“Καμινέτο, όχι γκαζιέρα”, είπε ο Τζωρτζ μ' ένα βλέμμα όλο σημασία' και ο Χάρις κι εγώ συμφωνήσαμε'.

           Είχαμε πάρει κάποτε μαζί μας μια γκαζιέρα αλλά “ποτέ πια”. Εκείνη τη βδομάδα είχαμε νιώσει σα να ζούσαμε σε πρατήριο καυσίμων. Είχε διαρροή. Ποτέ δεν έχω δει ανάλογο με το πετρέλαιο όταν διαρρέει. Είχαμε ακουμπήσει τη γκαζιέρα στην πλώρη του σκάφους, κι από κει το πετρέλαιο κυλούσε μέχρι το πηδάλιο, ποτίζοντας όλη τη βάρκα και όλα όσα συναντούσε στο δρόμο του' κυλούσε στο ποτάμι, διαπότιζε το τοπίο και χαλούσε την ατμόσφαιρα. Μερικές φορές φυσούσε βόρειος λαδωμένος άνεμος' αλλά είτε ερχόταν από τα χιόνια του Βόρειου Πόλου είτε ξεκινούσε από τις απέραντες αμμώδεις ερήμους, ο αέρας έφτανε σ' εμάς πάντα φορτωμένος με το άρωμα του πετρελαίου.
 
           Εκείνο το πετρέλαιο κατάφερνε να διαρρέει και προς τα πάνω και να χαλάει το ηλιοβασίλεμα' όσο για τις αχτίνες του φεγγαριού, μύριζαν κι εκείνες έντονα πετρέλαιο.
           Προσπαθήσαμε να ξεφορτωθούμε τη μυρωδιά στο Μάρλοου. Αφήσαμε τη βάρκα δίπλα στη γέφυρα και κάναμε μια βόλτα στην πόλη για να δραπετεύσουμε απ' αυτή, αλλά μας ακουλούθησε. Όλη η πόλη ήταν γεμάτη πετρέλαιο. Περάσαμε μέσα από το νεκροταφείο και μας φάνηκε λες κι οι άνθρωποι ήταν βουτηγμένοι στο πετρέλαιο. Η Χάι Στρητ βρωμούσε πετρέλαιο κι αναρωτηθήκαμε πώς μπορούσαν να μένουν άνθρωποι εκεί' αλλά δεν είχε νόημα, αφού κι όλη η εξοχή ήταν μουσκεμένη στο πετρέλαιο.
 
            Στο τέλος εκείνου του ταξιδιού, κάτσαμε τα μεσάνυχτα σ' ένα έρημο λιβάδι, κάτω από μια βελανιδιά χτυπημένη από κεραυνό, και δώσαμε ευχή και κατάρα (θα καταριόμασταν την τύχη μας όλη τη βδομάδα γι αυτή την ιστορία με το συνηθισμένο, μεσοαστικό τρόπο αλλά αυτη΄η διαδικασία ήταν πιο τελετουργική) και όρκο τρομερό να μην ξαναπάρουμε ποτέ μαζί μας πάνω σε βάρκα πετρέλαιο – εκτός φυσικά από περίπτωση αρρώστιας.
 
 
            Οπότε ,τούτη τη φορά περιοριστήκαμε στο οινόπνευμα. Ακόμα κι αυτό είναι αρκετά κακό. Τρως πίτα με οινόπνευμα και κέικ με οινόπνευμα. Αλλά το οινόπνευμα πρέπει να το καταπιείς σε μεγάλες ποσότητες για να έχει αποτέλεσμα τόσο εντυπωσιακό όσο το πετρέλαιο.
 
           Όσο για τις υπόλοιπες προμήθειες για το πρωινό, ο Τζωρτζ πρότεινε αυγά και μπέικον που είναι εύκολα στο μαγείρεμα, τσάι, ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα. Για γεύμα, είπε, μπορούσαμε να πάρουμε μπισκότα, κρύο κρέας, ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα – αλλά όχι τυρί. Το τυρί, όπως και το λάδι, καθιστά πολύ εμφανή την παρουσία του. Θέλει όλη τη βάρκα για τον εαυτό του. Περνάει μέσα από το πηδάλιο και δίνει μια τυρένια γεύση σε όλα όσα έχουν στοιβαχτεί στη βάρκα. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν τρως μηλόπιτα, γερμανικό λουκάνικο ή φράουλες με κρέμα. Όλα μυρίζουν τυρί. Το τυρί έχει περίσσευμα οσμής.

 
            Θυμάμαι ένα φίλο μου που είχε αγοράσει δύο κεφάλια τυρί στο Λίβερπουλ. Ήταν υπέροχα τυριά, ώριμα και γλυκά, που ανέδιδαν οσμή ιπποδύναμης διακοσίων και πλέον αλόγων, που μπορούσε ν' απλωθεί σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων και ν' αφήσει ξερό έναν άντρα σε απόσταση διακοσίων μέτρων. Βρισκόμουν στο Λίβερπουλ εκείνη την εποχή και ο φίλος μου με παρακάλεσε, αν δε με πείραζε, να τα πάρω μαζί μου στο Λονδίνο, γιατί αυτός θα γύριζε σε μια δυο μέρες και φοβόταν ότι τα τυριά θα χαλούσαν στο μεταξύ.
 
          “Ευχαρίστως, φίλτατε”, απάντησα εγώ. “Ευχαρίστως”.
    
           Πήρα τα τυριά και τα απομάκρυνα με ένα αμάξι. Ήταν ένα σαράβαλο, που το έσερνε ένας στραβοκάνης, καραβοτσακισμένος υπνοβάτης, τον οποίο ο ιδιοκτήτης του σε στιγμές ενθουσιασμού αποκαλούσε άλογο. Έβαλα τα τυριά στη σκεπή και ξεκινήσαμε με ένα ρυθμό που μπροστά του ωχριούσε ο οδοστρωτήρας ' προχωρούσαμε χαρωποί σαν νεκρώσιμη ακολουθία, μέχρι που στρίψαμε μια γωνία. Εκεί ο άνεμος έφερε μαι πνοή τυριού ως το άτι μας και το ξύπνησε' χρεμέτισε  έντρομο κι άρχισε να καλπάζει με πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσάει προς το μέρος του και πριν φτάσουμε στο τέλος του δρόμου ξεθεωνόταν αναπτύσσοντας ταχύτητα τουλάχιστον εξίμιση χιλιομέτρων την ώρα, ενώ σκόρπιζε στο διάβα του ανάπηρους και παχουλές γηραιές κυρίες.
Χρειάστηκαν δυο βαστάζοι μαζί με τον αμαξά για να το συγκρατήσουν στο σταθμό' και δε νομίζω οτί θα τα είχα καταφέρει, αν ένας από τους άντρες δεν είχε την ετοιμότητα να βάλει ένα μαντήλι στη μουσούδα του και ν' ανάψει ένα μαντήλι.

           Πήρα το εισιτήριό μου και βημάτισα υπερήφανα στην αποβάθρα με τα τυριά μου, αναγκάζοντας τους ανθρώπους κι από τις δυο πλευρές μου να πισωπατούν με σεβασμό. Το τραίνο ήταν γεμάτο κι αναγκάστηκα να μπω σ' ένα κουπέ όπου υπήρχαν ήδη άλλα εφτά άτομα. Ένας άκαρδος γέρος διαμαρτυρήθηκε, όμως εγώ τον αγνόησα και μπήκα' αφού έβαλα τα τυριά μου πάνω στο δίχτυ, στριμώχτηκα στο κάθισμα μ' ένα ευχάριστο χαμόγελο κι είπα ότι ή μέρα ήταν πολύ ζεστή. Πέρασαν λίγα λεπτά και μετά ο γέρος κύριος αρχισε να εμφανίζει σημεία εκνευρισμού.
 
           “Πολύ στριμωγμένα είναι εδώ μέσα”.
           “Ασφυκτικά”, είπε ο άντρας δίπλα του.
 
            Μετά άρχισαν κι οι δυο να οσμίζονται τον αέρα' στην τρίτη εισπνοή η μυρωδιά τους χτύπησε κατάστηθα' σηκώθηκαν χωρίς δεύτερη κουβέντα και βγήκαν έξω. Μετά σηκώθηκε μια χοντρή κυρία και είπε ότι ήταν απαράδεκτο μια αξιοσέβαστη, παντρεμένη γυναίκα να εκδιώκεται με αυτόν τον τρόπο' μάζεψε μια τσάντα και οχτώ πακέτα κι έφυγε. Οι υπόλοιποι τέσσερις επιβάτες κάθισαν λίγο ακόμα, μέχρι που ένας κύριος στη γωνία με σοβαρό ύφος, που έμοιαζε από το ντύσιμό του και την εν γένει εμφάνισή του να ανήκει στη συμπαθή ομάδα των εργολάβων κηδειών είπε ότι η μυρωδιά του θύμιζε πεθαμένο μωρό' τότε οι υπόλοιποι τρεις επιβάτες προσπάθησαν να φτάσουν ως την πόρτα ταυτόχρονα και έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο.
     
           Χαμογέλασα στο μαυροντυμένο κύριο και είπα ότι κατά τα φαινόμενα θα μέναμε οι δυο μας στο κουπέ' εκείνος γέλασε ευχάριστα και είπε ότι μερικοί μερικοί κάνουν φασαρία με το παραμικρό. Αλλά σε λίγο έδειξε περιέργως να καταβάλλεται από κατάθλιψη κι έτσι, όταν φτάσαμε στο Κρου, του ζήτησα να έρθει να πιει ένα ποτό μαζί μου. Δέχτηκε και προχωρήσαμε σπρώχνοντας μέχρι το κυλικείο, όπου ουρλιάζαμε, ποδοκροτούσαμε, και κραδαίναμε τις ομπρέλες μας επί ένα τέταρτο της ώρας περίπου' μετά ήρθε μια νεαρή κυρία και μας ρώτησε αν θέλουμε κάτι.
   
           “Τί θα πιείτε;” είπα απευθυνόμενος στο φίλο μου.
           “Μισής λίρας μπράντυ σκέτο”, απάντησε.
 
            Αφού το ήπιε, έφυγε αθόρυβα και πήγε σ' ένα άλλο κουπέ, πράξη που μου φάνηκε πολύ εύγλωττη.

            Από το Κρου είχα το κουπέ όλο δικό μου, παρόλο που το τραίνο ήταν φίσκα. Όποτε σταματούσαμε στους διάφορους σταθμούς, οι νέοι επιβάτες βλέποντας το κουπέ μου άδειο, έμπαιναν με φόρα. “έλα, Μαρία, τρέχα, έχει πολύ χώρο”. “Εντάξει, Τομ, ας μπούμε εδώ”, φώναζαν. Έτρεχαν με τις αποσκευές παραμάσχαλα και πάλευαν μπροστά στην πόρτα ποιος θα μπει πρώτος. Όποιος τα κατάφερνε κι έβαζε μέσα το κεφάλι του, έπεφτε πισωπατώντας στην αγκαλιά αυτού που βρισκόταν από πίσω του' μετά έμπαιναν όλοι ένας ένας , οσμίζονταν την ατμόσφαιρα κι έφευγαν ολοταχώς για να στριμωχτούν σε άλλα κουπέ ή πλήρωναν τη διαφορά και πήγαιναν στην πρώτη θέση.
 
         Από το Γιούστον κουβάλησα τα τυριά στο σπίτι του φίλου μου. Όταν η γυναίκα του μπήκε στο δωμάτιο, οσμίστηκε ολόγυρα για μια στιγμή. Μετά είπε:
   
         “Τί συμβαίνει; Μη μου το κρύψετε, ακόμη κι αν πρόκειται για το χειρότερο”.
 
            Εγώ είπα: “Τυριά είναι. Ο Τομ τα αγόρασε στο Λίβερπουλ και μου ζήτησε να τα φέρω ως εδώ”.
            Πρόσθεσα ότι ήλπιζα να καταλάβαινε πως το σφάλμα δεν ήταν δικό μου. Είπε ότι ήταν βέβαιη γι αυτό, αλλά θα μιλούσε σχετικά με τον Τομ όταν θα γύριζε.
 
            Ο φίλος μου καθυστέρησε στο Λίβερπουλ περισσότερο απ' ότι είχε προβλέψει' και τρεις μέρες αργότερα καθώς δεν είχε γυρίσει σπίτι, μ' επισκέφτηκε η γυναίκα του και με ρώτησε:
 
          “Τί είπε ο Τομ σχετικά μ' αυτά τα τυριά;”
 
           Απάντησα ότι είχε δώσει οδηγίες να διατηρηθούν σε υγρό μέρος και να μη τα αγγίξει κανείς.
 
           Εκείνη είπε:
         “Δεν υπάρχει περίπτωση να τα αγγίξει κανείς. Τα έχει μυρίσει;”
 
           Πίστευα ότι τα είχε μυρίσει και πρόσθεσα ότι είχε αφήσει να εννοηθεί ότι τους είχε μεγάλη αδυναμία.
   
         “Νομίζετε ότι θα στεναχωριόταν”, με ρώτησε, “αν έδινα σε κάποιον μια χρυσή λίρα για να τα πάρει και να τα θάψει;”
 
           Απάντησα ότι κατά τη γνώμη μου δε θα χαμογελούσε ποτέ πια.
 
           Τότε της ήρθε μια ιδέα. Μου είπε:
         “Θα σας πείραζε να τα κρατήσετε για λογαριασμό του; Θα σας τα στείλω εγώ στο σπίτι σας”.
   
         “Κυρία μου”, απάντησα, “προσωπικά αγαπώ τη μυρωδιά του τυριού και το ταξίδι μαζί τους τις προάλλες από το Λίβερπουλ θα το θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή ως το επιστέγασμα των ευχάριστων διακοπών μου. Αλλά στον κόσμο που ζούμε πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους. Η κυρία κάτω από την στέγη της οποίας έχω την τιμή να φιλοξενούμαι είναι χήρα και, απ' όσο γνωρίζω, ορφανή. Κι αντιδρά σθεναρά, θα τολμούσα να πω κι εύγλωττα, σε κάθε προπάθεια “καταδυνάστευσης¨, όπως η ίδια το θέτει. Διαισθάνομαι ότι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την παρουσία των τυριών του συζύγου σας στο σπίτι της ως “καταδυνάστευση”' και δεν θα ήθελα να ειπωθεί ποτέ για μένα ότι προσπάθησα να καταδυναστεύσω μια χήρα και ορφανή γυναίκα”.
   
         “Πολύ καλά, λοιπόν”, είπε η σύζυγος του φίλου μου και σηκώθηκε, “το μόνο που έχω να πω είναι ότι θα πάρω τα παιδιά και θα πάμε σε κάποιο πανδοχείο, μέχρι να φαγωθούν αυτά τα τυριά. Αρνούμαι να ζήσω άλλο στο ίδιο σπίτι μαζί τους”.
 
           Κράτησε το λόγο της, αφήνοντας το σπίτι στη φροντίδα της υπηρεσίας, η οποία, όταν ρωτήθηκε αν άντεχε τη μυρωδιά, είπε: “Ποια μυρωδιά;” και η οποία όταν την πήγαν δίπλα στα τυριά και της είπαν να πάρει μια βαθειά ανάσα, είπε ότι της ήρθε ένα αχνό άρωμα πεπονιού. Από αυτό συμπέραναν ότι η ατμόσφαιρα δεν μπορούσε να βλάψει σοβαρά τη γυναίκα και την άφησαν μόνη.
 
           Ο λογαριασμός του πανδοχείου ανήλθε στις δεκαπέντε λίρες κι ο φίλος μου, όταν ολοκλήρωσε τους υπολογισμούς του, ανακάλυψε ότι τα τυριά του είχαν κοστίσει συνολικά δεκαοχτώ λίρες και έξι πένες το κιλό. Είπε ότι του άρεσε το τυρί αλλά τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν να το απολαμβάνει' έτσι αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί. Τα πέταξε στο κανάλι' αλλά αναγκάστηκε να τα ξαναψαρέψει, μετά τις διαμαρτυρίες των βαρκάρηδων. Είπαν ότι η μυρωδιά τους έφερνε λιποθυμία. Μετά απ' αυτό, τα πήρε μια σκοτεινή νύχτα και τα άφησε στο νεκροτομείο. Αλλά τα ανακάλυψε ο ιατροδικαστής κι έκανε τρομερή φασαρία.
           Είπε ότι επρόκειτο περί συνομωσίας: κάποιοι επεδίωκαν να του στερήσουν τη δουλειά, ανασταίνοντας τα πτώματα.
          Ο φίλος μου τα ξεφορτώθηκε τελικά πηγαίνοντάς τα τελικά σε μια παραλιακή πόλη και θάβοντάς τα στην παραλία. Χάρισαν μεγάλη φήμη στο μέρος. Οι επισκέπτες έλεγαν πως δεν είχαν συνειδητοποιήσει ποτέ πριν πόσο έντονη ήταν η ατμόσφαιρα στην περιοχή, κι από τότε οι άνθρωποι με αναπνευστικά προβλήματα και φθισικοί συνέρρεαν εκεί επί πολλά χρόνια.

          Όσο κι αν αγαπώ το τυρί, επομένως, πιστεύω ότι ο Τζωρτζ είχε δίκιο που απέκλεισε την περίπτωση να πάρουμε μαζί μας.

         “Δε θα πίνουμε τσάι στις πέντε”. είπε ο Τζωρτζ ( ο Χάρις μούτρωσε όταν το άκουσε αυτό). “Αλλά θα τρώμε ένα πλούσιο, συνδυασμένο γεύμα στις εφτά – απογευματινό, τσάι και βραδινό μαζί”.
           Η διάθεση του Χάρις φάνηκε να φτιάχνει κάπως. Ο Τζωρτζ πρότεινε κρέας και πίτες, ζαμπόν, ντομάτες, φρούτα και λαχανικά. Από ποτά πήραμε ένα υπέροχο κολλώδες παρασκεύασμα του Χάρις, που το ανακάτευε με νερό και το αποκαλούσε λεμονάδα, πολύ τσάι, κι ένα μπουκάλι ουίσκι για την περίπτωση, όπως το έθεσε ο Τζωρτζ, που ναυαγούσαμε. Μου φάνηκε ότι ο Τζωρτζ είχε κολλήσει υπερβολικά στην ιδέα του ναυαγίου. Μου φαίνεται ότι δεν ήταν διάθεση αυτή για κάποιον που ξεκινάει για ταξίδι.
           Αλλά χαίρομαι που πήραμε μαζί μας το ουίσκι.
       
           Δεν πήραμε μπύρα ή κρασί. Είναι λάθος να τα πίνεις ταξιδεύοντας το ποτάμι. Σε κάνει να νοιώθεις νυσταλέος και βαρύς. Ένα ποτήρι το βράδυ όταν κόβεις βόλτες στην πόλη και χαζεύεις τα κορίτσια δε βλάπτει' αλλά μην πίνεις ποτέ όταν ο ήλιος σε χτυπάει κατακέφαλα κι έχεις βαρειά δουλειά να κάνεις.
 
           Γράψαμε έναν κατάλογο με τα πράγματα που έπρεπε να πάρουμε' μέχρι το βράδυ που χωρίσαμε, είχε γίνει πολύ μακρύς. Την άλλη μέρα, που ήταν Παρασκευή, συγκεντρώσαμε τις προμήθειες και συναντηθήκαμε το βράδυ για να φτιάξουμε τις αποσκευές μας. Πήρα μια μεγάλη ταξιδιωτική τσάντα για τα ρούχα κι ένα δυο καλάθια για τα τρόφιμα και τα κουζινικά. Μεταφέραμε το τραπέζι κοντά στο παράθυρο, στοιβάξαμε όλα τα πράγματα σ' ένα σωρό στη μέση του δωματίου και κάτσαμε ολόγυρα και τα κοιτούσαμε.
 
           Είπα ότι θα αναλάμβανα εγώ τη συσκευασία.
 
          Συνηθίζω να υπερηφανεύομαι για τον τρόπο που συσκευάζω. Η συσκευασία είναι ένα από τα πολλά πράγμα τα που αισθάνομαι ότι γνωρίζω καλύτερα από οποιονδήποτε συνάνθρωπό μου. ( Μερικές φορές πάντως ακόμα κι εγώ εκπλήσσομαι πόσο πολλά είναι αυτά τα πράγματα). Το είπα στο Τζωρτζ και τον Χάρις και τους πρότεινα ν' αφήσουν το ζήτημα σ' εμένα. Δέχτηκαν την πρότασή μου με αξιοπερίεργη προθυμία. Ο Τζωρτζ άναψε μια πίπα και ξάπλωσε στην πολυθρόνα κι ο Χάρις ακούμπησε τα πόδια του πάνω στο τραπέζι και άναψες ένα πούρο.
          Δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου, κάθε άλλο. Αυτό που εννοούσα, φυσικά, ήταν ότι σκόπευα να επιβλέπω το έργο, να λέω στον Χάρις και τον Τζωρτζ τί ακριβώς να κάνουν και κάθε τόσο να τους παραμερίζω λέγοντας, “Ωχ, βρε αδερφέ!” “Καλά, άστο σ' εμένα”.”Ορίστε, είδες τί απλό που ήταν;” - διδάσκοντάς τους, κατά κάποιο τρόπο. Με ενόχλησε η ερμηνεία που έδωσαν στην πρότασή μου. Τίποτε δε μ ' ενοχλεί περισσότερο από το να βλέπω άλλους ανθρώπους να κάθονται και να χαζεύουν, την ώρα που εγώ δουλεύω.
    
    Συγκατοικούσα κάποτε με κάποιον που συνήθιζε να με εκνευρίζει με αυτό τον τρόπο. Ξάπλωνε νωχελικά στον καναπέ και με παρακολουθούσε ώρες ολόκληρες να κάνω διάφορες δουλειές, ακολουθώντας με με τα μάτια όπου πήγαινα μέσα στο δωμάτιο. Έλεγε ότι του έκανε πολύ καλό να κοιτάζει να περιφέρομαι άσκοπα, Έλεγε ότι τον έκανε να νιώθει ότι η ζωή δεν είναι ένα τεμπέλικο όνειρο για να τη ζεις κοιμώμενος και χασμώμενος, αλλά ένα έργο ευγενές, γεμάτο καθήκοντα και σοβαρή δουλειά. Έλεγε ότι αναρωτιόταν συχνά πώς είχε ζήσει τόσα χρόνια πριν με γνωρίσει, χωρίς να έχει κάποιον να παρακολουθεί την ώρα που δούλευε.
    
           Τώρα όμως έχω αλλάξει. Δεν ανέχομαι να κάθομαι και να βλέπω κάποιον άλλο να δουλεύει και να κουράζεται. Θέλω να σηκώνομαι και να επιβλέπω, να περπατάω με τα χέρια στις τσέπες και να του λέω τί να κάνει. Δεν φταίω εγώ αν είμαι φύσει δραστήριος.
 
          Ωστόσο δεν είπα τίποτα, αλλά άρχισα να συσκευάζω. Η δουλειά φάνηκε να κρατάει περισσότερη ώρα από όση είχα υπολογίσει' κάποτε όμως τέλειωσε με την ταξιδιωτική τσάντα. Κάθισα επάνω της και την έκλεισα.
   
        “Δεν θα βάλεις μέσα τις μπότες;” είπε ο Χάρις.
 
         Έριξα μια ματιά γύρω και ανακάλυψα πως τις είχα ξεχάσει. Έτσι είναι ο Χάρις. Δεν μπορούσε παρά να πει την κουβέντα του αφού είχα κλείσει την τσάντα και είχα δέσει και τα λουριά. Ο Τζωρτζ γέλασε – ένα από εκείνα τα ενοχλητικά, ανόητα ξεκαρδιστικά του κακαρίσματα που με κάνουν έξαλλο.
            Άνοιξα την τσάντα κι έβαλα μέσα τις μπότες, αλλά την ώρα που ετοιμαζόμουνα να την κλείσω, μου πέρασε από το μυαλό μια φριχτή ιδέα. Είχα βάλει μέσα την οδοντόβουρτσά μου; Δεν ξέρω γιατί μου συμβαίνει αυτό, αλλά ποτέ δεν είμαι βέβαιος αν έχω βάλει μέσα στην τσάντα την οδοντόβουρτσά μου.
 
            Η οδοντόβουρτσά μου είναι ένα πράγμα που με στοιχειώνει όποτε ταξιδεύω και μου κάνει τη ζωή μαύρη. Βλέπω στον ύπνο μου ότι δεν την έχω πάρει μαζί μου, ξυπνάω λουσμένος στον κρύο ιδρώτα, σηκώνομαι από το κρεβάτι και αρχίζω να την ψάχνω. Το πρωί, τη βάζω μέσα στην τσάντα πριν τη χρησιμοποιήσω και μετά αναγκάζομαι ν' αδειάσω την τσάντα για να την βρω' φυσικά είναι πάντα το τελευταίο αντικείμενο που ψαρεύω από την τσάντα' μετά την ξανακλείνω, αλλά έχω ξεχάσει την οδοντόβουρτσα απέξω και αναγκάζομαι να ανεβώ τις σκάλες τρέχοντας την τελευταία στιγμή και να την κουβαλήσω στο σιδηροδρομικό σταθμό τυλιγμένη μέσα στο μαντήλι μου.
           Περιττό να σας πω ότι και τώρα αναγκάστηκα να ξαναβγάλω έξω το τελευταίο καταραμένο πράγμα, και φυσικά δεν τη βρήκα. Ανακάτεψα τα πράγματα φέρνοντάς τα σε μια κατάσταση ανάλογη με αυ΄τη που θα πρέπει να επικρατούσε πριν από τη δημιουργία του κόσμου, και μετά βασίλεψε το χάος. Βρήκα βεβαίως την οδοντόβουρτσα του Τζωρτζ και την οδοντόβουρτσα του Χάρις από δεκαοχτώ φορές την καθεμία, αλλά τη δική μου δεν μπόρεσα να την βρω. Γύρισα όλα τα πράγματα ανάποδα ένα προς ένα και τα κράτησα ψηλά και τα τίναξα. Τελικά την βρήκα μέσα σε μια μπότα. Τα ξανάβαλα όλα μέσα στην τσάντα.
 
           Μόλις τελείωσα, ο Τζωρτζ με ρώτησε αν είχα βάλει μέσα το σαπούνι. Είπα ότι δεν έδινα δεκάρα τσακιστή αν το σαπούνι ήταν μέσα ή δεν ήταν' έκλεισα την τσάντα με αποφασιστικότητα κι έδεσα τα λουριά, αλλά ανακάλυψα ότι είχα βάλει μέσα και το σακουλάκι με τον καπνό μου, οπότε αναγκάστηκα να την ανοίξω ξανά. Η τσάντα έκλεισε οριστικά στις 10:05 μ.μ., κι έμεναν να γίνουν και τα καλάθια. Ο Χάρις είπε ότι επειδή θα έπρεπε να ξεκινήσουν σε λιγότερο από δώδεκα ώρες, ίσως θα ήταν σκόπιμο να κάνει τα υπόλοιπα εκείνος με το Τζωρτζ' εγώ συμφώνησα και κάθισα κάτω και τους άφησα να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
    
            Ξεκίνησαν ελαφρά τη καρδία, σκοπεύοντας προφανώς να μου δείξουν πώς γίνεται σωστά μια δουλειά. Εγώ δεν έκανα κανένα σχόλιο' απλώς περίμενα. Μετά το θάνατο του Τζωρτζ, ο Χάρις θα είναι ο χειρότερος συσκευαστής του κόσμου τούτου' κοίταξα τις στοίβες από πιάτα, φλιτζάνια, μπρίκια, μπουκάλια, βαζάκια, πίτες, καμινέτα, κέικ, ντομάτες κλπ κι ένιωσα ότι σε λίγο θα άρχιζε το γλέντι.
       
           Έτσι κι έγινε. Άρχισαν σπάζοντας ένα φλιτζάνι. Αυτό ήταν και το πρώτο που έκαναν συνήθως. Το έκαναν μόνο και μόνο για να σου δείξουν τί ήταν ικανοί να κάνουν και να σου κινήσουν το ενδιαφέρον.
           Μετά ο Χάρις έβαλε το βάζο με τη μαρμελάδα πάνω σε μαι ντομάτα και την έλιωσε και αναγκάστηκαν να βγάλουν τη ντομάτα από το καλάθι με ένα κουτάλι.
           Μετά ήρθε η σειρά του Τζωρτζ κι εκείνος πάτησε πάνω στο βούτυρο. Κι εγώ πάλι δεν έκανα κανένα σχόλιο, αλλά πλησίασα και κάθισα στην άκρη του τραπεζιού και τους παρακολουθούσα. Αυτό τους ενοχλούσε περισσότερο από οποιοδήποτε σχόλιο θα μπορούσα να κάνω. Το ένιωσα. Τους είχε προκαλέσει εκνευρισμό και ανησυχία' πατούσαν διάφορα πράγματα κι άλλα τα έβαζαν πίσω τους και μετά έψαχναν και δεν τα έβρισκαν' έβαλαν τις πίτες στον πάτο του καλαθιού, κι από πάνω βαρειά πράγματα και οι πίτες έγιναν λιώμα.
          Σκόρπισαν το αλάτι παντού, κι όσο για το βούτυρο! Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα δύο άντρες να κάνουν περισσότερα με βούτυρο αξίας δυόμιση πενών. Αφού ο Τζωρτζ έβγαλε το πακέτο από την παντόφλα του, προσπάθησαν να το βάλουν μέσα στο μπρίκι Αυτό δεν ήθελε να μπει κι ότι ήταν μέσα στο μπρίκι δεν ήθελε να βγει έξω. Τελικά το έβγαλαν ξύνοντας και το έβαλαν σε μια καρέκλα κι ο Χάρις έκατσε πάνω του κι αυτό κόλλησε στο παντελόνι του και μετά το έψαχναν σε όλο το δωμάτιο.
   
          “Θα ορκιζόμουν ότι το ακούμπησα σε εκείνη την καρέκλα”, είπε ο Τζωρτζ, κοιτώντας τ' άδειο κάθισμα.
          “Κι εγώ σε είδα να το ακουμπάς πριν από ένα λεπτό”, είπε ο Χάρις.
 
            Μετά έκαναν το γύρο του δωματίου ψάχνοντάς το' ξανασυναντήθηκαν στο κέντρο του δωματίου και κοιτάχτηκαν με απλανές βλέμμα.
   
          “Πιο περίεργο πράγμα δε μου 'χει τύχει”, είπε ο Τζωρτζ.
          “Μυστήριο!”, είπε ο Χάρις.
 
            Μετά ο Τζωρτζ βρέθηκε πίσω από τον Χάρις και το είδε. “Κοίτα να δείς πού ήταν όλη αυτήν την ώρα!” αναφώνησε αγανακτισμένος.
 
          “Πού;” ρώτησε ο Χάρις και γύρισε.
          “Κάτσε ακίνητος, επιτέλους!” ούρλιαξε ο Τζωρτζ τρέχοντας ξωπίσω του.
            Και το έβγαλαν και το έβαλαν μέσα στην τσαγιέρα.
    
 
            Ο Μονμόρενσυ συμμετείχε σε όλα, φυσικά. Η μόνη φιλοδοξία στη ζωή του Μονμόρενσυ είναι να μπλέκεται στα πόδια σου και να τον βρίζεις. Να μπορεί να χωθεί κάπου που δεν τον θέλουν καθόλου και να ενοχλήσει όσο μπορεί περισσότερο, να τρελάνει κόσμο και να του εκσφενδονίσουν διάφορα πράγματα στο κεφάλι, τότε μόνο νιώθει ότι η μέρα του δεν πήγε χαμένη.
            Το να κάνει κάποιον να σκοντάψει πάνω του και να τον βλαστημάει σταθερά επί μία ώρα είναι ο ύψιστος στόχος του' κι όταν το έχει πετύχει, η έπαρσή του είναι κάτι αφόρητο.
            Ερχόταν λοιπόν και καθόταν πάνω σε διάφορα πράγματα, ακριβώς τη στιγμή που θέλαμε να τα συσκευάσουμε' μοχθούσε με τη σταθερή πεποίθηση ότι, όποτε ο Χάρις ή ο Τζωρτζ άπλωναν το χέρι για να πιάσουν κάτι, στην πραγματικότητα αναζητούσαν την υγρή του μύτη. Έβαλε την πατούσα του στη μαρμελάδα, βασάνισε τα κουταλάκια του τσαγιού, καμώθηκε πως τα λεμόνια ήταν ποντίκια και μπήκε μέσα στο καλάθι και σκότωσε τρία από αυτά, πριν καταφέρει να τον πετύχει ο Χάρις με το τηγάνι
 
            Ο Χάρις είπε ότι εγώ τον ενθάρρυνα. Δεν τον ενθάρρυνα. Ένας σκύλος σαν κι αυτόν δεν έχει την παραμικρή ανάγκη από ενθάρρυνση. Είναι το φυσικό, προπατορικό αμάρτημα που κουβαλάει μέσα του που τον αναγκάζει να κάνει τέτοια καμώματα.
    

Το πακετάρισμα είχε ολοκληρωθεί στις 12:50. Ο Χάρις κάθισε πάνω στο μεγάλο καλάθι και είπε ότι ήλπιζε ότι δε θα βρίσκαμε τίποτε σπασμένο. Ο Τζωρτζ είπε ότι αν κάτι είχε σπάσει, είχε σπάσει, σκέψη που φάνηκε να τον καθησυχάζει. Είπε επίσης ότι ήταν έτοιμος για ύπνο. Ήμασταν όλοι έτοιμοι για ύπνο.Ο Χάρις θα κοιμόταν μαζί μας εκείνο το βράδυ κι ανεβήκαμε τις σκάλες. Ρίξαμε κλήρο για τα κρεβάτια κι έτυχε σ' εμένα να κοιμηθώ μες τον Χάρις. Μου είπε:
   
          “Προτιμάς την μέσα ή την έξω πλευρά, Τζέρομ;”
            Του είπα ότι γενικά στα κρεβάτια προτιμώ την πάνω μεριά.
            Ο Χάρις είπε ότι το καλαμπούρι ήταν παλιό.
 
            Ο Τζωρτζ είπε' “Τί ώρα να σας ξυπνήσω, λεβέντες μου;”
            Ο Χάρις είπε: “Στις εφτά”.
            Εγώ είπα: “ Όχι – στις έξι”, γιατί ήθελα να γράψω κάτι γράμματα.
            Ο Χάρις κι εγώ τσακωθήκαμε λίγο πάνω σ' αυτό, αλλά τελικά μοιράσαμε τη διαφορά και είπαμε στις εξήμισι.
       
           “Ξύπνα μας στις εξήμισι, Τζωρτζ”, είπαμε.
 
             Ο Τζωρτζ δεν απάντησε κι όταν πήγαμε κοντά του ανακαλύψαμε ότι είχε κιόλας αποκοιμηθεί' έτσι λοιπόν βάλαμε τη λεκάνη σ' ένα σημείο όπου θα σκόνταφτε αμέσως μόλις σηκώνονταν το πρωί και πήγαμε κι εμείς για ύπνο.  

6 σχόλια:

  1. Το γνωστό: από τα μακροσκελή κείμενα απέχω! Καληνυχτούλες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. πάντως αν δεν το έχεις διαβάσει, να το πάρεις. είναι τέλειο!!
      φιλιά, όνειρα γλυκά anour.

      Διαγραφή
  2. Κάποια στιγμή πρέπει να καθίσω κι εγώ να τα διαβάσω με ηρεμία!
    Καλή σου μέρα Blues!
    Φιλιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή