ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η κυρία Π. Μας ξυπνάει – Τζωρτζ, το τεμπελόσκυλο – Η απάτη με το “δελτίο καιρού” - Οι αποσκευές μας – Η αναισθησία ενός εφήβου – Κόσμος μαζεύεται γύρω μας – Ξεκινάμε με πολύ στυλ και φτάνουμε στο σταθμό του Βατερλό – Η αθωότητα των σιδηροδρομικών υπαλλήλων σχετικά με ζητήματα πεζά όπως τα τραίνα – Επιτέλους στ' ανοιχτά, μέσα σε μια ανοιχτή βάρκα.
Ήταν η κυρία Πόπετς που με ξύπνησε το επόμενο πρωί.
Είπε:
“Ξέρετε ότι κοντεύει εννιά, κύριε;”
“Τί εννιά;”, φώναξα, ξυπνώντας έντρομος.
“Εννιά η ώρα”, απάντησε, μέσα από την κλειδαρότρυπα. “Σκέφτηκα ότι μπορεί να σας πήρε ο ύπνος”.
Ξύπνησα τον Χάρις και του το είπα. Αυτός είπε:
“Εγώ νόμιζα ότι θέλατε να με ξυπνήσετε από τις έξι”.
“Το ίδιο νόμιζα κι εγώ”, απάντησα.
“Γιατί δε με ξύπνησες;” ανταπάντησε.”Τώρα θα είμαστε στο ποτάμι μετά τις δώδεκα. Αναρωτιέμαι γιατί μπήκες στον κόπο και με ξύπνησες, τελικά”.
“Χμ”, απάντησα. “Ευτυχώς για σας που το έκανα, γιατί αν δεν σας ξυπνούσα μπορεί και να μένατε εδώ όλο το δεκαπενθήμερο”.
Ανταλλάξαμε μερικές ακόμη κουβέντες στο ίδιο ύφος και μετά μας διέκοψε ένα προκλητικό ροχαλητό από τον Τζωρτζ. Αυτό μας θύμισε την ύπαρξή του για πρώτη φορά από τη στιγμή που ξυπνήσαμε. Κειτόταν εκεί – ο άντρας που ήθελε να μάθει τί ώρα να μας ξυπνήσει – ανάσκελα, με το στόμα ορθάνοιχτο και τα γόνατα μαζεμένα. Δεν ξέρω καθόλου γιατί μου συμβαίνει αυτό, αλλά η θέα ενος άλλου ανθρώπου που κοιμάται του καλού καιρού όταν εγώ έχω πια ξυπνήσει με τρελαίνει. Μου φαίνεται τόσο προκλητικό να βλέπω τις πολύτιμες ώρες της ζωής ενός ανθρώπου – τις ανεκτίμητες στιγμές που δεν θα ξανάρθουν ποτέ για κείνον – να σπαταλιούνται σε σκέτο, ζωώδη ύπνο.
Κι όμως, ιδού' ο Τζωρτζ, βυθισμένος σε φριχτή νωθρότητα, πετούσε το ανεκτίμητο δώρο του χρόνου' η πολύτιμη ζωή του, που για το κάθε της δευτερόλεπτο θα καλούνταν ν' απολογηθεί κάποτε, κυλούσε μέσα από τα δάκτυλά του αχρησιμοποίητη, ενώ θα μπορούσε να έχει σηκωθεί και να καταβροχθίζει αυγά με μπέικον ή να ενοχλεί το σκύλο ή να φλερτάρει την υπηρέτρια – αντί να κείτεται εκεί με την ψυχή του βυθισμένη στη λήθη.
Αυτή η σκέψη ήταν τρομερή. Ο Χάρις φάνηκε να το συνειδητοποιεί την ίδια στιγμή μ' εμένα. Αποφασίσαμε να τον σώσουμε κι αυτός ο ευγενικός στόχος μας απέσπασε το νου για λίγο από τη δική μας διαφωνία. Πεταχτήκαμε σαν αστραπή και τραβήξαμε τα σκεπάσματα από πάνω του' ο Χάρις του έριξε μια με την παντόφλα κι εγώ άρχισα να φωνάζω μέσα στ' αυτί του και ξύπνησε.
“Τρέχει τίποτα;” παρατήρησε κι ανακάθισε.
“Σήκω πάνω χοντροκέφαλε” φρύαξε ο Χάρις. “Είναι δέκα παρά τέταρτο”.
“Τί!” ούρλιαξε πηδώντας απ' το κρεβάτι μέσα στη λεκάνη. “Ποιος στην οργή έβαλε αυτό το πράγμα εδώ πέρα;”
Του είπαμε ότι θα πρέπει να ήταν πολύ ηλίθιος άνθρωπος για να μη δει τη λεκάνη.
Ολοκληρώσαμε το ντύσιμό μας κι όταν φτάσαμε στις λεπτομέρειες, θυμηθήκαμε ότι είχαμε ήδη πακετάρει τις οδοντόβουρτσές μας. τη βούρτσα και την τσατσάρα (αυτή καλά) και αναγκαστήκαμε να κατεβούμε κάτω για τις ψαρέψουμε από την τσάντα. Αφού το κάναμε αυτό, ο Τζωρτζ ήθελε και τα ξυριστικά. Του είπαμε ότι έπρεπε να τη βγάλει χωρίς ξύρισμα εκείνο το πρωί, αφού δε σκοπεύαμε να ξανανοίξουμε τη ρημάδα την τσάντα για χάρη του.
Εκείνος είπε:
“Μη γίνεστε παράλογοι. Πώς είναι δυνατόν να πάω στο Σίτυ μ' αυτά τα μούτρα;”
Σίγουρα θα ήταν σκληρό για το Σίτυ, αλλά τί μας ένοιαζε ο ανθρώπινος πόνος; όπως το έθεσε κι ο Χάρις με το συνηθισμένο, χυδαίο του τρόπο, το Σίτυ θα έπρεπε να το υποστεί κι αυτό.
Κατεβήκαμε για πρωινό. Ο Μονμόρενσυ είχε καλέσει άλλους δυο σκύλους για να τους χαιρετίσει και περνούσαν την ώρα τους μέχρι την αναχώρησή μας καυγαδίζοντας στο κατώφλι. Τους ηρεμήσαμε με μια ομπρέλα και καθίσαμε να φάμε παϊδάκια και κρύο βοδινό.
Ο Χάρις είπε, “Το καλό πρωινό είναι μεγάλη υπόθεση”, και ξεκίνησε με δύο παϊδάκια, λέγοντας ότι θα έτρωγε αυτά όσο ήταν ζεστά, και το βοδινό μπορούσε να περιμένει.
Ο Τζωρτζ πήρε την εφημερίδα και μας διάβασε τα ναυάγια και το δελτίο καιρού το οποίο προφήτευε “ Βροχή, κρύο, υγρασία με ηλιοφάνεια κατά περιοχές” (ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καιρό εκτός από άθλιος, όπως συνήθως”, “ σποραδικές καταιγίδες, ανατολικοί άνεμοι, βαρομετρικό χαμηλό πάνω από το Λονδίνο και τη Μάγχη. Χαμηλές πιέσεις”.
Πιστεύω πραγματικά ότι αυτή η απάτη με το “δελτίο καιρού” είναι η πιο ανόητη από όλες τις ενοχλητικές ανοησίες που μας μαυρίζουν τη ζωή. “Προβλέπει” με ακρίβεια αυτό που συνέβη χτες ή προχτές και ακριβώς το ανάποδο από αυτό που θα συμβεί σήμερα.
Θυμάμαι κάτι διακοπές μου αργά το φθινόπωρο που είχαν χαλάσει εντελώς επειδή δώσαμε σημασία στο δελτίο καιρού της τοπικής εφημερίδας. “Ισχυρές βροχοπτώσεις με καιταιγίδες αναμένονται σήμερα” έλεγε τη Δευτέρα, κι έτσι είχαμε παραιτηθεί από το πικ νικ μας και μείναμε μέσα όλη μέρα περιμένοντας τη βροχή. Κόσμος και λαός περνούσε μπροστά από το σπίτι, φεύγοντας με αμαξάκια και άμαξες σαν την καλή χαρά, με μια λιακάδα έξω, να μη βλέπεις ούτε συννεφάκι.
“Α!” είπαμε, καθώς στεκόμαστε και τους κοιτάζαμε από το παράθυρο. “Θα γυρίσουν μουσκεμένοι, θα το δεις!”.
Γελάσαμε στη σκέψη πόσο μούσκεμα θα γινόταν και ξανακ΄'ατσαμε στις θέσεις μας. Σκαλίσαμε τη φωτιά, βγάλαμε τα βιβλία μας, τακτοποιήσαμε τις συλλογές μας από βότσαλα και κοχύλια. Μέχρι τις δώδεκα ο ήλιος πλημμύριζε το δωμάτιο και η ζέστη είχε γίνει μάλλον αποπνικτική' αναρωτηθήκαμε πότε θα άρχιζαν αυτές οι ισχυρές βροχοπτώσεις με τις σποραδικές καταιγίδες. “Α! Θα δεις, θα γυρίσει ο καιρός το απόγευμα”, λέγαμε ο ένας στον άλλο.”Μούσκεμα θα γίνουν οι καημένοι. Πολύ πλάκα θα 'χει!”
Στη μία, η σπιτονοικοκυρά ήρθε να μας ρωτήσει γιατί δεν βγαίναμε έξω μια τέτοια ωραία μέρα.
“Α, μπα”, απαντήσαμε, “Όχι εμείς, εμείς δε θέλουμε να βραχούμε – α, πα, πα!”
Κι όταν κόντευε να σκοτεινιάσει χωρίς να έχει βρέξει ούτε για δείγμα, προσπαθήσαμε να παρηγορηθούμε στη σκέψη ότι θα έπεφτε όλη μαζεμένη την ώρα ακριβώς που οι άνθρωποι θα γύριζαν σπίτια τους και δε θα εύρισκαν πουθενά να φυλαχτούν, κι έτσι θα γινόταν πιο μούσκεμα παρά ποτέ. Αλλά δεν έπεσε ούτε σταγόνα' η μέρα τελείωσε λαμπρή όπως ξεκίνησε, και την ακολούθησε μια εξίσου λαμπρή νύχτα.
Το άλλο πρωί διαβάσαμε ότι ο καιρός θα ήταν “αίθριος και ζεστός. “θερμοκρασίες υψηλές”. Φορέσαμε τα καλοκαιρινά μας και βγήκαμε έξω' μισή ώρα αφότου ξεκινήσαμε άρχισε να βρέχει δυνατά και σηκώθηκε ένας αέρας που σε θέριζε' βροχή και αέρας συνεχίστηκαν όλη μέρα και γυρίσαμε σπίτι κρυολογημένοι και πιασμένοι ολόκληροι και πέσαμε για ύπνο.
Ο καιρός είναι κάτι που με ξεπερνάει εντελώς.Δεν τον καταλαβαίνω ποτέ.Το βαρόμετρο είναι άχρηστο' σε ξεγελάει όσο και η πρόγνωση της εφημερίδας.
Υπήρχε ένα βαρόμετρο κρεμασμένο σ' ένα πανδοχείο στη Οξφόρδη, όπου έμενα πέρσι την άνοιξη, και όταν πήγα εκεί, έδειχνε “σταθερή καλοκαιρία”. Έξω έπεφταν καρεκλοπόδαρα από το πρωί και δεν μπορούσα να βγάλω άκρη. Χτύπησα το βαρόμετρο κι εκείνο αναπήδησε κι έδειξε “μεγάλη ξηρασία”. Ο νεαρός που γυάλιζε τα παπούτσια κοντοστάθηκε καθώς περνούσε και είπε ότι υπέθετε ότι εννοούσε αύριο. Εγώ ψυλλιάστηκα ότι εννοούσε την προπερασμένη εβδομάδα αλλά εκείνος είπε, μπα, δε νομίζω.
Το ξαναχτύπησα το άλλο πρωί κι ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, ενώ η βροχή έπεφτε πιο δυνατή παρά ποτέ. Την Τετάρτη πήγα και το ξαναχτύπησα και η βελόνα γύρισε στη “σταθερή καλοκαιρία”, τη “μεγάλη ξηρασία” και την “πολύ ζέστη”, μέχρι που χτύπησε στον πίρο και δεν μπορούσε να προχωρήσει πιο πέρα. Προσπάθησε όσο μπορούσε, αλλά το όργανο ήταν έτσι κατασκευασμένο που δεν μπορούσε να προφητέψει καλό καιρό με μεγαλύτερη έμφαση χωρίς να σπάσει. Προφανώς είχε κάθε διάθεση να συνεχίσει προβλέποντας ξηρασία, λειψυδρία, θερμοπληξία, σιμούν και άλλα τέτοια, όμως ο πίρος το εμπόδιζε, κι αναγκαζόταν ν' αρκεστεί στο κοινότοπο “μεγάλη ξηρασία”.
Στο μεταξύ, έβρεχε καταρρακτωδώς κι ακατάπαυστα και το χαμηλότερο μέρος της πόλης είχε πλημμυρίσει από την υπερχείλιση του ποταμού.
Ο νεαρός του πανδοχείου είπε ότι ήταν φανερό ότι θα είχαμε παρατεταμένη καλοκαιρία κάποτε και διάβασε ένα ποίημα που ήταν τυπωμένο πάνω σε ένα χρησμό, που έλεγε :
Όσα προείπα έγιναν'
Κι ό,τι προβλέπω θα 'ρθει.
Ο ωραίος καιρός ποτέ δεν ήρθε εκείνο το καλοκαίρι. Υποθέτω ότι το μηχάνημα θα αναφερόταν στην επόμενη άνοιξη.
Μετά υπάρχουν εκείνα τα βαρόμετρα νέου τύπου, τα μακρυά και ίσια. Αυτά κι αν είναι που δεν τα καταλαβαίνω καθόλου. Υπάρχει μια πλευρά για τις 10:00 μ.μ. χτες, και μια πλευρά για τις τις 10:00 π.μ. σήμερα' αλλά δε μπορείς πάντα να τα συμβουλεύεσαι πριν από τις δέκα το πρωί. Ανεβαίνει ή πέφτει για την βροχή και την καλοκαιρία, με πολύ ή λιγότερο λιγότερο άνεμο, και δεν αντιδρά, όσο κι αν το χτυπήσεις. 'Ασε που πρέπει να το διορθώνεις για το υψόμετρο και να το μετατρέπεις σε βαθμούς, Φαρενάιτ, κι ακόμη και τότε δεν ξέρεις την απάντηση.
Αλλά ποιος θέλει να ξέρεις τον καιρό από πριν; Έτσι κι αλλιώς, είναι τόσο άθλιος όταν έρχεται, που δεν υπάρχει λόγος να δυστυχείς εκ των προτέρων περιμένοντας. Ο καλύτερος προφήτης είναι εκείνος ο γέρος που, το μπουρινιασμένο πρωινό κάποιας μέρας που πολύ θα ήθελες να είναι καλή, κοιτάζει τον ορίζοντα με έμπειρο μάτι και λέει:
“Ακόμα όχι, αγαπητέ, είμαι βέβαιος ότι δε θα καθαρίσει. Θα κάνει καλό καιρό τελικά, κύριε”.
“Κάτι θα ξέρει αυτός”, λες και του εύχεσαι καλημέρα και ξεκινάς' “είδες πώς τα καταλαβαίνουν αυτά οι γέροι!”
Και νιώθεις μια συμπάθεια για κείνον τον άνθρωπο, η οποία καθόλου δε μειώνεται από το γεγονός ότι ο καιρός δεν καθαρίζει, αλλά συνεχίζει να βρέχει όλη μέρα.
“Δε βαριέσαι”, λες, “έκανε ό,τι μπορούσε”
Αντίθετα για τον άνθρωπο που προβλέπει κακό καιρό μόνο πικρία και μνησικακία αισθάνεσαι.
“Λέτε να φτιάξει ο καιρός;” φωνάζεις χαρούμενα, περνώντας από μπροστά του.
“Δεν νομίζω, κύριε' φοβάμαι ότι θα συνεχίσει έτσι όλη μέρα”, απαντάει, κουνώντας το κεφάλι.
“Βρε το γερο – ηλίθιο!” μουρμουρίζεις. “Τί ξέρει αυτός από καιρό;” Κι αν ο οιωνός επαληθεφθή γυρίζεις πίσω νιώθοντας ακόμα πιο θυμωμένος μαζί του, με μια ακαθόριστη αίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο εκείνος ευθύνεται που χαλάει ο καιρός.
Εκείνο ειδικά το πρωί είχε τετοια λιακάδα και ζέστη, που όλα τα ανατριχιαστικά που μας διάβαζε ο Τζωρτζ για “βαρομετρικό χαμηλό”, “ατμοσφαιρικές διαταραχές από τη Νότια Ευρώπη” , “ πτώση της πιέσεως” δεν μας ανησύχησαν ιδιαίτερα' έτσι, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα κατάφερνε να μας χαλάσει το κέφι, πήρε το τσιγάρο που είχα στρίψει προσεκτικά για τον εαυτό μου κι έφυγε.
Τότε ο Χάρις κι εγώ, αφού αποτελειώσαμε ό,τι λίγο είχε μείνει στα πιάτα, βγάλαμε τις αποσκευές μας στην εξώπορτα και περιμέναμε να περάσει κάποιο αμάξι. Τα πράγματα έδειξαν αρκετά, όταν τα βάλαμε όλα μαζί. Υπήρχε η ταξιδιωτική τσάντα, μια μικρή χειραποσκευή, τα δυο καλάθια, ένα μεγάλο ρολό με κουβέρτες, τέσσερα πέντε πανωφόρια και αδιάβροχα και μερικές ομπρέλες' υπήρχε κι ένα πεπόνι μόνο του σε μια τσάντα. Ένα δυο κιλά σταφύλια σε μια άλλη τσάντα, μια γιαπωνέζικη χάρτινη ομπρέλα κι ένα τηγάνι που, επειδή το μακρύ χερούλι του δεν χωρούσε πουθενά, το είχαμε τυλίξει με καφέ χαρτί.
Έδειχναν πραγματικά πολλά και ο Χάρις κι εγώ αρχίσαμε να νιώθουμε μάλλον άσχημα γι αυτό, αν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θα έπρεπε. Αμάξι δεν περνούσε, αλλά περνούσαν παιδιά της γειτονιάς' το θέαμα τους κίνησε το ενδιαφέρον και κοντοστάθηκαν.
Πρώτος κατέφτασε ο παραγιός του Μπιγκς. Ο Μπιγκς είναι ο μανάβης μας και το βασικό του ταλέντο έγκειται στο να εξασφαλίζει τις υπηρεσίες των πλέων εγκαταλελειμμένων και απείθαρχων παραγιών που έχει γεννήσει μέχρι σήμερα ο πολιτισμός μας. Αν κάποιος έφηβος ειδεχθέστερος του συνήθους ξεφυτρώσει στη γειτονιά μας, ξέρουμε ότι θα πρόκειται για τον τελευταίο παραγιό του Μπιγκς. Μου έχουν πει πως όταν έγινε εκείνος ο φόνος στην Γρέιτκοραμ στρητ, ο δρόμος μας συμπέρανε αβίαστα πως ο παραγιός του Μπιγκς (εκείνης της περιόδου) ήταν αναμεμειγμένος στην υπόθεση, και αν δεν είχε καταφέρει, απαντώντας στην εξαντλητική ανάκριση στην οποία τον υπέβαλλε ο αριθμός 19, όταν πήγε εκεί για παραγγελίες το πρωί μετά το φόνο ( με τη βοήθεια του αριθμού 21 που τύχαινε να βρίσκεται εκείνη την ώρα εκεί), να προβάλλει ικανοποιητικό άλλοθι, θα την είχε πολύ άσχημα. Δεν ήξερα τον παραγιό του Μπιγκς εκείνης της εποχής, αλλά, απ' όσα έχουν δει τα μάτια μου έκτοτε, προσωπικά δεν θα έδινα και μεγάλη βάση σ εκείνο το άλλοθι.
Όπως έλεγε, λοιπόν, από τη γωνία έσκασε μύτη ο παραγιός του Μπιγκς. Φαινόταν να βιάζεται πολύ, αλλά μόλις είδε τον Χάρις κι εμένα, το Μονμόρενσυ και τα πράγματα, έκοψε ταχύτητα και μας κοίταξε. Ο Χάρις κι εγώ τον κοιτάξαμε κι εμείς συνοφρυωμένοι. Η συμπεριφορά μας μπορεί να είχε πληγώσει μια πολύ ευαίσθητη φύση, αλλά η παραγιοί του Μπιγκς κατά κανόνα δεν είναι ιδιαίτερα εύθιχτοι. Στάθηκε μισό μέτρο από το κατώφλι μας, ακούμπησε τους αγκώνες του στα κάγκελα και συνεχίζοντας να μασουλάει ένα άχυρο, μας κάρφωσε με το βλέμμα. Ήταν προφανές ότι επρόκειτο να παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη της κατάστασης.
Μετά από ένα λεπτό, ο παραγιός του μπακάλη πέρασε από το απέναντι πεζοδρόμιο. Ο παραγιός του Μπιγκς του φώναξε
“Γεια χαρά! Το ισόγειο του 42 μετακομίζει”
Ο παραγιός του μπακάλη διάσχισε το δρόμο κι έλαβε θέση από την άλλη πλευρά της εισόδου. Μετά κοντοστάθηκε ο νεαρός κύριος από το υποδηματοποιείο κι έκανε παρέα στον παραγιό του Μπιγκς' ενώ ο επιθεωρητής κενών φιαλών από του Μπλου Ποστ στάθηκε κάπως παράμερα στο πεζοδρόμιο.
“Δεν πρόκειται να πεινάσουν πάντως, ε;” είπε ο κύριος από το υποδηματοποιείο.
“Ε! Κι εσύ θα έπαιρνες ένα δυο πραγματάκια μαζί σου”, απάντησε ο Μπλου Ποστς, “αν σκόπευες να διασχίσεις τον Ατλαντικό με βάρκα”.
“Δεν πάνε να διασχίσουν τον Ατλαντικό”, πέταξε ο παραγιός του Μπιγκς “πάνε να βρούνε τον Στάνλει”.
Τώρα πια είχε μαζευτεί ένα μικρό πλήθος κι οι περαστικοί ρωτούσαν ο ένας τον άλλο τί είχε συμβεί. Η μια πλευρά ( το νεαρό και ανόητο κομμάτι του πλήθους) υποστήριζε ότι γινόταν γάμος και υποδείκνυε τον Χάρις για γαμπρό' ενώ οι γηραιότεροι και σοφότεροι υποστήριζαν την εκδοχή της κηδείας και συμπέραναν ότι εγώ είμαι ο αδελφός του μεταστάντος.
Κάποτε εμφανίστηκε ένα ελεύθερο αμάξι ( ο δρόμος μας είναι από εκείνους που, κατά κανόνα, και όταν δεν τα χρειάζεσαι, τα αμάξια περνούν με ρυθμό τριών το λεπτό, χασομερούν και κλείνουν την κυκλοφορία), και αφού φορτώσαμε τους εαυτούς μας και τα υπάρχοντά μας και διώξαμε ένα δυο φίλους του Μονμόρενσυ που θα πρέπει να του είχαν ορκιστεί να μην τον εγκαταλείψουν ποτέ, φύγαμε υπό τις επευφημίες του πλήθους, ενώ ο παραγιός του Μπιγκς μας πέταξε κι ένα καρόττο για το γούρι.
Φτάσαμε στο σταθμό του Βατερλώ στις έντεκα και ρωτήσαμε από πού έφευγε το τραίνο των 11: 05΄. Φυσικά κανείς δεν ήξερε να μας πει' ποτέ δεν ξέρει κανείς στο Βατερλώ από πού φεύγει ένα τραίνο ή πού πηγαίνει ένα τραίνο έτσι και ξεκινήσει ή τίποτε σχετικό με το όλο θεμα. Ο αχθοφόρος που πήρε τα πράγματά μας πίστευε ότι θα έφευγε από την αποβάθρα υπ' αριθμόν δύο, ενώ ένας άλλος αχθοφόρος με τον οποίο συζητήσαμε το ζήτημα είχε ακούσει κάποια φήμη ότι θα έφευγε από την υπ' αριθμόν ένα. Ο σταθμάρχης, από την άλλη, ήταν πεπεισμένος ότι θα έφευγε από την αποβάθρα των τοπικών δρομολογίων.
Για να βάλουμε ένα τέλος στην υπόθεση, ανεβήκαμε τις σκάλες και ρωτήσαμε τον επιθεωρητή κινήσεως κι εκείνος μας είπε ότι πριν από λίγο είχε συναντήσει κάποιον που του είπε ότι το είχε δει στην αποβάθρα υπ' αριθμόν τρία. Πηγαμε στην αποβάθρα υπ' αριθμόν τρία, αλλά εκεί οι αρμόδιοι μας είπαν ότι νόμιζαν πως το τραίνο ήταν το εξπρές για Σάουθαμπτον ή ίσως το περιφερειακό για Ουίνδσορ. Πάντως ήταν σίγουροι πως δεν επρόκειτο για το τραίνο του Κινγκστον, παρ' όλο που δεν μπορούσαν να πουν γιατί ήταν σίγουροι.
Μετά ο αχθοφόρος μας είπε πως πίστευε ότι πρέπει να ήταν στην πάνω αποβάθρα' είπε πως πίστευε ότι αναγνώρισε το τραίνο. Πήγαμε λοιπόν στην πάνω αποβάθρα, είδαμε το μηχανοδηγό και τον ρωτήσαμε αν πήγαινε στο Κίνγκστον. Είπε ότι φυσικά δεν μπορούσε να ξέρει με σιγουριά, αλλά μάλλον εκεί πήγαινε. Πάντως, αν δεν ήταν το τραίνο των έντεκα και πέντε για Κίνγκστον, είπε ότι θα ήταν σίγουρα το τραίνο των εννιά και τριάντα δύο για Βιρτζίνια Γουότερ ή το εξπρές των δέκα για νησί Γουάιτ ή κάπου εκεί γύρω, και ότι θα ξέραμε όλοι με βεβαιότητα όταν θα φτάναμε. Του βάλαμε ένα μισόλιρο στο χέρι και τον παρακαλέσαμε να είναι το τραίνο των 11:05 για Κίνγκστον.
“Κανείς δε θα μάθει σ' αυτή τη γραμμή”, είπαμε, “ποιος είσαι και πού πηγαίνεις. Ξέρεις το δρόμο, οπότε μπορείς να ξεκινήσεις σιγά σιγά για Κίνγκστον”.
“Τί να σας πω, κύριοι”, απάντησε ο καλός εκείνος άνθρωπος, “βέβαια κάποιο τραίνο θα πηγαίνει στο Κίνγκστον , οπότε γιατί να μην είναι αυτό; Φέρτε το μισόλιρο”.
Έτσι λοιπόν, πήγαμε στο Κίνγκστον με ένα τραίνο των σιδηροδρόμων του νότου.
Μάθαμε εκ των υστέρων ότι το τραίνο που είχαμε πάρει ήταν στην πραγματικότητα ταχυδρομική αμαξοστοιχία για Έξετερ και ότι είχαν φάει πολλές ώρες στο σταθμό του Βατερλώ να την ψάχνουν και κανείς δεν ήξερε τί είχε απογίνει.
Η βάρκα μας περίμενε στο Κίνγκστον ακριβώς κάτω από τη γέφυρα' ανεβήκαμε και απλώσαμε τα συμπράγαλά μας ολόγυρα.
“Όλα καλά, κύριε;” ρώτησε ο φύλακας.
“Όλα καλά”, απαντήσαμε' και με τον Χάρις στα κουπιά, εμένα στο πηδάλιο κι ένα Μονμόρενσυ δυστυχισμένο και βαθειά καχύποπτο στην πλώρη, ξεκινήσαμε το ταξίδι μας σ' εκείνα τα νερά που θα μας φιλοξενούσαν για ένα δεκαπενθήμερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου