Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10γ
Πέσαμε για ύπνο στις δέκα εκείνο το βράδυ και ήμουνα σίγουρος ότι, με την κούραση που είχα, θα κοιμόμουνα μια χαρά' αλλά τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Κατά κανόνα γδύνομαι, ακουμπάω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι και αμέσως μετά κάποιος χτυπάει την πόρτα και μου λέει ότι η ώρα είναι οκτώμισι το πρωί. Απόψε όμως όλα έμοιαζαν να συνωμοτούν εναντίον μου' η εμπειρία ήταν καινούρια, η βάρκα ήταν σκληρή, η θέση μου ήταν άβολη (είχα ξαπλώσει με τα πόδια κάτω από το ένα κάθισμα και το κεφάλι μου πάνω σ' ένα άλλο) και ο ήχος του παφλασμού του νερού γύρω από τη βάρκα και ο άνεμος στα κλαδιά μου προκαλούσαν ενόχληση και ανησυχία.

Κοιμήθηκα τελικά λίγες ώρες και μετά κάποιο κομμάτι της βάρκας που φαίνεται ότι μεγάλωνε μόνο στη διάρκεια της νύχτας -γιατί σίγουρα δεν ήταν εκεί όταν ξεκινήσαμε και είχε εξαφανιστεί όταν ξυπνήσαμε το πρωί- άρχισε να χώνεται στην πλάτη μου. Συνέχισα να κοιμάμαι για λίγο, ονειρευόμενος ότι είχα καταπιεί μια λίρα και ότι κάποιοι μου άνοιγαν μια τρύπα στην πλάτη μ' ένα τρυπάνι, προσπαθώντας να τη βγάλουν. Το βρήκα πολύ άκαρδο εκ μέρους τους και τους είπα ότι θα τους χρωστούσα τα λεφτά και μέχρι το τέλος του μήνα θα τους τα είχα δώσει. Αλλά δεν ήθελαν ν' ακούσουν και είπαν ότι ήταν πολύ καλύτερα να τα πάρουν εκείνη τη στιγμή, γιατί αλλιώς θα μαζεύονταν πολλοί τόκοι. Κατόπιν αυτού θύμωσα πολύ μαζί τους και τους είπα τί σκεφτόμουν γι' αυτούς, εκείνοι όμως έστριψαν το τρυπάνι τόσο βάρβαρα, που ξύπνησα.

              Η βάρκα φαινόταν πνιγηρή και το κεφάλι μου πονούσε' έτσι λοιπόν σκέφτηκα να βγω λίγο έξω στο δροσερό αέρι της νύχτας. Φόρεσα ό,τι ρούχο βρήκα γύρω μου -μερικά δικά μου και μερικά του Τζωρτζ και του Χάρις-και γλίστρησα κάτω από την τέντα στην όχθη.

             Η νύχτα ήταν ατάραχη. Το φεγγάρι είχε δύσει και είχε αφήσει την ήσυχη γη μόνη με τα αστέρια. Μέσα στην ησυχία και τη γαλήνη, θα 'λεγε κανείς ότι εν΄β τα παιδιά της κοιμόνταν, εκείνη μιλούσε με τ' αδέλφια της, τα αστέρια -μιλούσαν για τα μεγάλα μυστήρια με φωνές τόσο βαθιές και απέραντες, που τα παιδικά, ανθρώπινα αυτιά δεν μπορούσαν να συλλάβουν τον ήχο τους.

            Τα αστέρια μας προκαλούν δέος' είναι τόσο ψυχρά, τόσο καθαρά. Είμαστε σαν τα μικρά παιδιά που τα βήματά τους τα οδήγησαν σε κάποιο αχνοφωτισμένο ναό του θεού που διδάχτηκαν να λατρεύουν χωρίς να τον γνωρίζουν και καθώς στέκονται εκεί όπου ο μεγαλόπρεπος τρούλος χάνεται μέσα στο λυκόφως, σηκώνουν το βλέμμα με την ελπίδα και το φόβο ότι θα δουν κάποια τρομερή οπτασία να αιωρείται εκεί ψηλά.

            Κι όμως η νύχτα μοιάζει γεμάτη κουράγιο και δύναμη. Μπροστά στην επιβλητική παρουσία της, οι μικροσκοτούρες μας χάνονται ντροπιασμένες. Η μέρα είναι γεμάτη μπελάδες κι έγνοιες, οι καρδιές μας γεμάτες με κακές και πικρές σκέψεις και ο κόσμος μάς φαίνεται σκληρός και άδικος. Κι ύστερα η νύχτα, σαν κάποια μεγάλη τρυφερή μητέρα, ακουμπάει απαλά το χέρι της επάνω στο φλογισμένο μας μέτωπο και γυρίζει τα μικρά, δακρυσμένα μας πρόσωπα προς το μέρος της και χαμογελάει' και παρ' όλο που δε μιλάει, ξέρουμε τί θέλει να μας πει' ακουμπάμε το ζεστό, ξαναμμένο μας πρόσωπο στο στήθος της κι ο πόνος εξαφανίζεται.

              Μερικές φορές ο πόνος μας είναι πολύ βαθύς και γνήσιος και στέκουμε μπροστά της πολύ σιωπηλοί, γιατί δεν υπάρχουν λέξεις για να τον περιγράψουμε, μόνο ένα βογκητό. Τότε η καρδιά της νύχτας είναι γεμάτη θλίψη για μας: δεν μπορεί να ελαφρύνει τον πόνο μας' παίρνει το χέρι μας στο δικό της και ο μικρός μας κόσμος γίνεται ακόμα μικρότερος και φαντάζει πολύ μακρινός' πάνω στα σκοτεινά της φτερά βιώνουμε για λίγο μια Παρουσία πιο ισχυρή από τη δική της και στο θαυμαστό φως εκείνης της μεγάλης Παρουσίας όλη η ανθρώπινη ζωή ανοίγεται μπροστά μας σαν βιβλίο και ξέρουμε ότι ο Πόνος και η Θλίψη δεν είναι παρά άγγελοι του Θεού.

              Μόνο όσοι έχουν φορέσει το στέμμα του πόνου μπορούν να κοιτάξουν ασταμάτητα αυ΄το το θαυμαστό φως' κι εκείνοι, όταν ξαναγυρίζουν, δεν μπορούν να μιλήσουν γι' αυτό και να αποκαλύψουν το μυστήριο που γνώρισαν.



             Κάποτε, σε μια παράξενη χώρα, ταξίδευαν κάποιοι αγαθοί ιππότες. Το μονοπάτι τους περνούσε δίπλα από ένα πυκνό δάσος, όπου τα βάτα φύτρωναν πολύ χοντρά και δυνατά και έσκιζαν τη σάρκα όσων έχαναν το δρόμο τους εκεί μέσα. Και τα φύλλα των δέντρων που μεγάλωναν στο δάσος ήταν πολύ σκούρα και παχιά, έτσι που ούτε μαι αχτίδα φωτός δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τα κλαδιά για να φωτίσει το σκοτάδι και τη θλίψη.

              Καθώς περνούσαν λοιπόν δίπλα από εκείνο το σκοτεινό δάσος, ένας από τους ιππότες που προχωρούσε χωριστά από τους συντρόφους του περιπλανήθηκε μακριά και δεν τους ξαναβρήκε πια' εκείνοι, πολύ στεναχωρημένοι, συνέχισαν το δρόμο τους πενθώντας τον σαν να είχε πεθάνει.

             Έφτασαν στο ωραίο κάστρο που ήταν ο προορισμός τους και έμειναν εκεί πολλές μέρες και περνούσαν ζωή χαρισάμενη. Ένα βράδυ, εκεί που κάθονταν άνετοι και χαρούμενοι γύρω από τα κούτσουρα που έκαιγαν στη μεγάλη σάλα και έπιναν ένα ποτηράκι, εμφανίστηκε ο σύντροφος που είχαν χάσει και τους χαιρέτισε. Τα ρούχα του ήταν σκισμένα σαν του ζητιάνου και πολλοί λένε ότι η τρυφερή του σάρκα ήταν πληγωμένη, αλλά στο πρόσωπό του άστραφτε η λάμψη μιας βαθιάς χαράς.

             Τον βομβάρδισαν με ερωτήσεις για να μάθουν τί του είχε συμβεί. Εκείνος τους είπε ότι είχε χαθεί μέσα στο σκοτεινό δάσος και είχε περιπλανηθεί πολλές μέρες και νύχτες μέχρι που, κουρελιασμένος και ματωμένος, είχε ξαπλώσει κάτω για να πεθάνει.

             Μετά, έτσι όπως κειτόταν ετοιμοθάνατος, ιδού! Μέσα στο άγριο σκοτάδι τον πλησίασε μια επιβλητική παρθένα που τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε μέσα από λοξά μονοπάτια, άγνωστα στους ανθρώπους, μέχρι που μέσα στο σκοτάδι του δάσους ανέτειλε ένα φως τόσο λαμπρό, που μπροστά του το φως της μέρας φάνταζε σαν το κερί μπροστά στον ήλιο και μέσα σ' εκείνο το θαυμαστό φως, ο ταλαίπωρος ιππότης μας είδε κάτι σαν όνειρο ή οπτασία και το όραμά του αυτό ήταν τόσο εξαίσιο και πανέμορφο, που έπαψε να σκέφτεται πια τις ματωμένες του πληγές και στάθηκε σα μαγεμένος, νιώθοντας απερίγραπτη χαρά, βαθιά σαν τη θάλασσα που κανείς δεν ξέρει το πραγματικό της βάθος.

            Μετά το όραμα χάθηκε και ο ιππότης γονάτισε στο χώμα κι ευχαρίστησε τον καλό άγιο που είχε οδηγήσει τα βήματά του μέσα σ' εκείνο το δάσος, όπου αξιώθηκε να δει το όραμά που κρυβόταν μέσα του.


Το όνομα του δάσους ήταν Θλίψη' όσο για το όραμα που είδε εκεί μέσα ο καλός ιππότης, δεν μπορούμε ούτε να το πούμε ούτε και να το διηγηθούμε.

4 σχόλια:

  1. καλησπέρα φιλενάδα!
    έλειπα διακοπές και μάλλον έχω χάσει επεισόδια...από που είναι αυτά τα αποσπάσματα??

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. από ένα βιβλίο που λέγεται Τρεις σε μια βάρκα.
      πέρασες όμορφα; ξεκουράστηκες;
      φιλιά πολλά.

      Διαγραφή