ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Αυτό το βράδυ ωστόσο κάποιο λάθος είχε γίνει κι ο άνεμος είχε γυρίσει στην πλάτη μας αντί να τον έχουμε μπροστά μας. Δεν είπαμε λέξη για το γεγονός, μόνο ανεβάσαμε το πανί γρήγορα πριν μας πάρει μυρουδιά και μετά αράξαμε στη βάρκα συλλογισμένοι το πανί φούσκωσε και τεντώθηκε κι έκανε το κατάρτι να τρίξει κι η βάρκα προχώρησε σα σφαίρα.
Εγώ κάθισα στο τιμόνι.
Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει πιο συναρπαστική εμπειρία από την ιστιοπλοΐα. Είναι η πιο πειστική απομίμηση του πετάγματος που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος έξω από τα όνειρά του. Τα φτερά του ανέμου μοιάζουν να σε τραβάνε μπροστά, χωρίς να ξέρεις πού. Δεν είσαι πια το αργό, κουρασμένο, αδύναμο πλάσμα από πηλό που έρπει με κόπο στο χώμα' είσαι κομμάτι της φύσης! Η καρδιά σου χτυπάει πλάι στη δική της. Τα δοξασμένα χέρια της σε τυλίγουν και σε σηκώνουν μέχρι την καρδιά της! Το πνεύμα σου εναρμονίζεται με το δικό της' τα πόδια σου ελαφραίνουν! Οι φωνές του ανέμου σου τραγουδάνε. Η στεριά μοιάζει μακρινή και μικρή' τα σύννεφα, τόσο κοντά πάνω από το κεφάλι σου, είναι αδέλφια σου και τους απλώνεις τα χέρια.
Το ποτάμι ήταν ολοδικό μας, εκτός από μια ψαρόβαρκα που βλέπαμε πέρα μακριά, αγκυροβολημένη στη μέση του ρεύματος, όπου κάθονταν τρεις ψαράδες. Σκίζαμε τον αφρό και περνούσαμε βολίδα μπροστά από τις δασωμένες ΄λοχθεςς χωρίς κανείς μας να μιλάει.
Εγώ κρατούσα το τιμόνι.
Καθώς πλησιάζαμε στην ψαρόβαρκα, αρχίσαμε να διακρίνουμε ότι οι τρεις άντρες που ψάρευαν έδειχναν μεγάλοι και σοβαροί άνθρωποι. Κάθονταν σε τρία καθίσματα μέσα στην ψαρόβαρκα και κοιτούσαν αφοσιωμένοι τις πετονιές τους. Η κόκκινη δύση έριχνε μαγικό φως στο νερό, χρωμάτιζε πύρινα τα ψηλά δάση, έλουζε στο χρυσάφι τα μαζεμένα σύννεφα. Ήταν μια ώρα βαθιάς μαγείας, εκστατικής ελπίδας και λαχτάρας. Το μικρό πανί φάνταζε πάνω στο μαβή ουρανό και το σούρουπο τύλιγε τον κόσμο ολόγυρά μας με σκιές στα χρώματα του ουράνιου τόξου' πίσω μας ερχόταν η νύχτα.
Νιώθαμε σαν ιππότες από κάποιο παλιό θρύλο, που ιστιοδρομούσαν σε κάποια μαγική λίμνη διασχίζοντας το βασίλειο του λυκόφωτος προς τη μεγάλη χώρα της δύσης.
Δε διασχίσαμε το βασίλειο του λυκόφωτος' αντ' αυτού, εμβολίσαμε εκείνη την καημένη την ψαρόβαρκα, όπου κάθονταν οι τρεις άντρες και ψάρευαν. Στην αρχή δεν καταλάβαμε τί ακριβώς έγινε, γιατί το πανί μάς έκρυβε τη θέα, αλλά απ' αυτό το είδος των εκφράσεων που έφερε ως εμάς το απογευματινό αεράκι, συμπεράναμε ότι είχαμε πλησιάσει ανθρώπινα πλάσματα τα οποία ένιωθαν ενόχληση και δυσαρέσκεια.
Ο Χάρις κατέβασε το πανί και τότε είδαμε τί είχε συμβεί. Είχαμε ρίξει αυτούς τους τρεις κυρίους από τα καθίσματά τους σ' έναν μπερδεμένο σωρό στον πάτο της βάρκας τους, και τώρα προσπαθούσαν αργά και με δυσκολία να ξεμπλέξουν τα μέλη τους και να τινάξουν τα ψάρια από πάνω τους. Ενώ δούλευαν πυρετωδώς, μας καταριούνταν ομόθυμα -όχι με τις κοινές, συνηθισμένες κατάρες, αλλά με κατάρες περίτεχνες, καλοσχεδιασμένες και περιεκτικές, που αγκάλιαζαν το σύνολο της καριέρας μας κι έφταναν μέχρι το μακρινό μέλλον, περιλάμβαναν όλους μας τους συγγενείς κι εν γένει κάλυπταν κάθε θέμα σχετικό μ' εμάς.-εύστοχες, ζουμερές κατάρες.
Ο Χάρις τους είπε ότι θα έπρεπε να μας ευγνωμονούν που σπάσαμε τη μονοτονία τους, αφού χωρίς εμα΄ς θα κάθονταν εκεί ακίνητοι να ψαρεύουν όλη μέρα' είπε επίσης ότι ένιωθε φρίκη και αποστροφή βλέποντας άντρες της ηλικίας τους να υποκύπτουν τόσο εύκολα στην οργή.
Αυτό όμως καθόλου δε βελτίωσε τη θέση μας.
Ο Τζωρτζ είπε ότι κατόπιν αυτού θ' αναλάμβανε εκείνος να κάτσει στο πηδάλιο. Είπε ότι απ' ένα μυαλ΄΄ο σαν το δικό μου δε θα έπρεπε να περιμένει κανείς ν' αφοσιωθεί στο πεζό καθήκον να κρατάει τη ρότα -καλύτερα ν' αναλάμβανε τη φροντίδα της βάρκας ένας απλός, συνηθισμένος α΄νθρωπος, πριν καταλήξουμε να πνιγούμε όλοι μας' πήρε λοιπόν το πηδάλιο και μας οδήγησε μέχρι το Μάρλοου.
Μόλις φτάσαμε στο Μάρλοου, αφήσαμε τη βάρκα δίπλα στη γέφυρα και πήγαμε στο Στέμμα να περάσουμε τη νύχτα.
Μια καλησπέρα, καλή μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνδιαφέρον απόσπασμα, καλό σου βράδυ!
ΑπάντησηΔιαγραφή