ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Τα σχέδια οριστικοποιούνται – Η μέθοδος εργασίας του Χάρις – Πώς ο γέρος οικονειάρχης κρεμά ένα κάδρο – Ο Τζωρτζ κάνει μια λογική παρατήρηση – Οι απολαύσεις που προσφέρει το πρωινό κολύμπι – Προμήθειες για την περίπτωση ναυαγίου.
Έτσι λοιπόν το επόμενο βράδυ μαζευτήκαμε ξανά για να συζητήσουμε και να οριστικοποιήσουμε τα σχέδιά μας. Ο Χάρις είπε:
“Το πρώτο πράγμα που πρέπει να ρυθμίσουμε είναι τί θα πάρουμε μαζί μας. Τζέρομ, πάρε ένα φύλλο χαρτί και σημείωνε, κι εσύ, Τζωρτζ, φέρε τη λίστα με τα τρόφιμα, κι ας μου δώσει κάποιος ένα μολύβι, και μετά εγώ θα φτιάξω τον κατάλογο”.
Αυτή είναι η τυπική μέθοδος εργασίας του Χάρις – πάντα είναι έτοιμος ν' αναλάβει αυτοπροσώπως το βάρος για όλα, και να τα φορτώσει εν συνεχεία στις πλάτες των άλλων.
Πάντα μου θύμιζε τον καημένο τον θείο Πότζερ. Δεν έχετε δει ποτέ σας τόση αναστάτωση σ' ένα σπίτι, όση όταν ο θείος Πότζερ αναλάμβανε να κάνει μια δουλειά. Ας πούμε ότι είχε έρθει ένας πίνακας από το κορνιζάδικο και περίμενε στημένος στην τραπεζαρία να κρεμαστεί' η θεία Πόντζερ ρωτούσε τί έπρεπε να γίνει μ' αυτόν κι ο θείος Πότζερ έλεγε:
“Α, αυτό άστο σ' εμένα. Μην ανησυχείς, μην ανησυχεί κανένας γι αυτό. Θα το κάνω εγώ”.
Και μετά έβγαζε το παλτό του και άρχιζε. Έστελνε τη μικρή να του αγοράσει μια χούφτα καρφιά και μετά έστελνε ένα από τ' αγόρια ξωπίσω της για να της πει τί μέγεθος καρφιά ν' αγοράσει' και συνέχιζε στο ίδιο μοτίβο, επιστρατεύοντας όλο το σπιτικό.
“Γουίλ, πιάσε μου το σφυρί”, φώναζε' “και, Τομ, φέρε μου το χάρακα' θα χρειαστώ και τη σκάλα, φέρε για καλό και για κακό μια καρέκλα από την κουζίνα. Και, Τζιμ! Τρέχα στου κυρίου Γκογκλς και πες του, “Χαιρετισμούς από το μπαμπά και περαστικά για το πόδι σας. Μήπως θα μπορούσατε να του δανείσετε το αλφάδι σας;” Εσύ, Μαρία, μη φεύγεις, γιατί θέλω κάποιον να μου κρατάει τη λάμπα' κι όταν γυρίσει η μικρή, θα πρέπει να ξαναπάει να πάρει ένα κομμάτι κορδόνι για πίνακες' και, Τομ! Πού είναι ο Τομ; - Τομ, έλα δώ' θα σε χρειαστώ για να μου δώσεις τον πίνακα”.
Και μετά σήκωνε τον πίνακα, που του έπεφτε κι έβγαινε από την κορνίζα' προσπαθώντας να περισώσει το γυαλί, έκοβε το χέρι του' και μετά έκανε τον γύρο του δωματίου, ψάχνοντας για το μαντήλι του. Δεν έβρισκε το μαντήλι του, γιατί ήταν στην τσέπη του παλτού που είχε βγάλει, και δεν ήξερε πού είχε αφήσει το παλτό του, κι όλη η οικογένεια έπρεπε να πάψει να ψάχνει για τα εργαλεία, και να αρχίσει να ψάχνει για το παλτό του, ενώ εκείνος μπερδευόταν στα πόδια τους και τους εμπόδιζε.
“Δεν ξέρει κανείς σ' αυτό το σπίτι πού είναι το παλτό μου; Μα την πίστη μου, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο μάτσο άχρηστους. Έξι είστε, βρε! Και δεν μπορείτε να βρείτε ένα παλτό που έβγαλα πριν από πέντε μόλις λεπτά! Αν είναι ποτέ...”
Και τότε σηκωνόταν, ανακάλυπτε ότι καθόταν επάνω του και φώναζε:
“Άντε, σταματήστε τώρα. Το βρήκα μόνος μου. Την άλλη φορά θα στείλω τη γάτα να μου βρει αυτό που θέλω, αντί για όλους εσάς τους άχρηστους”.
Κι αφού έιχε περάσει μισή ώρα για να δεθεί το δάχτυλό του και να έρθει το καινούριο τζάμι, τα εργαλεία, η σκάλα και το κερί, ξεκινούσε από την αρχή, με όλη την οικογένεια, συμπεριλαμβανομένης της μικρής και της υπηρέτριας, να στέκεται γύρω του σε ημικύκλιο, έτοιμη να βοηθήσει. Δυό άνθρωποι έπρεπε να κρατάν την καρέκλα, ένας τρίτος έπρεπε να τον βοηθήσει ν' ανέβει και να τον κρατήσει εκεί, ένας τέταρτος να του δώσει το καρφί κι ένας πέμπτος να του δώσει το σφυρί' κι όταν εκείνος έπαιρνε το καρφί, του έπεφτε.
“Ορίστε!” έλεγε, με θιγμένο ύφος. “Τώρα χάθηκε το καρφί”.
Κι έπρεπε να πέσουμε όλοι στα γόνατα και να το ψάξουμε, ενώ εκείνος στεκόταν στην καρέκλα και γκρίνιαζε, και ήθελε να μάθει αν σκοπεύαμε να τον αφήσουμε εκεί όλο το βράδυ.
Το καρφί βρισκόταν τελικά, αλλά στο μεταξύ είχε χάσει το σφυρί.
“Πού είναι το σφυρί; Τί έκανα το σφυρί; Θεέ και Κύριε! Εφτά νοματαίοι χάσκουν γύρω μου και δεν μπορούν να βρουν τί έκανα το σφυρί!”
Του βρίσκαμε το σφυρί, και μετά έχανε το σημάδι που είχε κάνει στον τοίχο, εκεί που έπρεπε να καρφώσει το καρφί, κι ο καθένας μας έπρεπε με τη σειρά του ν' ανεβεί στην καρέκλα δίπλα του για να ψάξουμε να το βρούμε' κι ο καθένας μας το ανακάλυπτε σε διαφορετικό σημείο, και μας αποκαλούσε όλους ανόητους, τον έναν μετά τον άλλο, και μας έλεγε να κατεβούμε. Έπαιρνε το χάρακα και ξαναμετρούσε κι ανακάλυπτε ότι έπρεπε να υπολογίσει το μισό των ενενήντα εφτά κόμμα τρία εκατοστών από τη γωνία' προσπαθούσε να κάνει τη διαίρεση με το μυαλό του κι εκνευριζόταν. Προσπαθούσαμε όλοι μαζί να κάνουμε τη διαίρεση με το μυαλό μας κι όλοι καταλήγαμε σε διαφορετικά αποτελέσματα και κοροιδεύαμε ο ένας τον άλλο. Μέσα στη γενική αναμπουμπούλα, το αρχικό νούμερο ξεχνιόταν φυσικά, κι ο θείος Πότζερ έπρεπε να ξαναμετρήσει
Αυτή τη φορά χρησιμοποιούσε ένα κομμάτι σκοινί και την κρίσιμη στιγμή, όταν ο γερο – ανόητος έγερνε πάνω στην καρέκλα σε γωνία 45 μοιρών προσπαθώνας να φτάσει ένα σημείο δέκα πόντους πιο μακριά απ' όσο ήταν δυνατόν να φτάσει, το σκοινί γλιστρούσε κι εκείνος έπεφτε στο πιάνο, δημιουργώντας ένα καταπληκτικό ηχητικό εφέ με τη φόρα με την οποία το κεφάλι και το σώμα του χτυπούσαν όλες τις νότες ταυτόχρονα.
Τότε η θεία Μαρία έλεγε ότι δεν θα επέτρεπε στα παιδιά να είναι παρόντα και να ακούνε τέτοιο υβρεολόγιο.
Τελικά, ο θείος Πότζερ έβαζε ξανά το σημαδι, ακουμπούσε τη μύτη του καρφιού πάνω του με το αριστερό του χέρι κι έπαιρνε το σφυρί στο δεξί του χέρι. Με το πρώτο χτύπημα, χτυπούσε τον αντίχειρά του κι έριχνε το σφυρί μ' ένα ουρλιαχτό πάνω στο δάχτυλα κάποιου ποδιού.
Η θεία Μαρία παρατηρούσε με μελιστάλαχτο ύφος ότι, την επόμενη φορά που ο θείος Πότζερ θα σκόπευε να καρφώσει ένα καρφί στον τοίχο, ήλπιζε να την ειδοποιούσε εκ των προτέρων, ούτως ώστε να κανόνιζε να πάει μια βρομάδα με τη μητέρα της μέχρι να τελειώσει η δουλειά.
“Αχ! Γυναίκες, με το παραμικρό γκρινιάζετε”, απαντούσε ο θείος Πότζερ προσβεβλημένος. “Αφού ξέρεις ότι μου αρέσει να κάνω καμιά τέτοια δουλίτσα κάθε τόσο”.
Και μετά δοκίμαζε ξανά, και στο δεύτερο χτύπημα το καρφί περνούσε άνετα μέσα στο σοβά, μαζί με το μισό σφυρί, κι ο θείος Πότζερ κολλούσε στον τοίχο με αρκετή φόρα ώστε να ισοπεδώσει τη μύτη του.
Μετά έπρεπε να ξαναβρούμε το χάρακα και το σκοινί και φτιαχνόταν μια καινούρια τρύπα' περί τα μεσάνυχτα τελικά το κάδρο θα είχε κρεμαστεί – πολύ στραβό και κακοστερεωμένο, με τον τοίχο ολόγυρα να μοιάζει λες και τον είχες περάσει με τσουγκράνα και όλους κατάκοπους και αξιοθρήνητους, εκτός από το θείο Πότζερ.
¨ "Ορίστε”, έλεγε τότε, πατώντας με όλο του το βάρος στον κάλο της παραδουλεύτρας, ενώ κατέβαινε από την καρέκλα, κι επιθεωρώντας το χάλι που είχε δημιουργήσει μ' εμφανή υπερηφάνεια. “Ευτυχώς που υπάρχει κι ένας άντρας σ' αυτό το σπίτι, γιατί εσείς δεν είστε ικανοί για το παραμικρό”.
Ο Χάρις θα εξελιχτεί σ' αυτό το είδος του άντρα όταν μεγαλώσει, είμαι βέβαιος, και του το είπα. Είπα ότι η συνείδησή μου δεν μου το επέτρεπε να τον αφήσω να φορτωθεί τόσο μεγάλο κομμάτι της δουλειάς. Είπα:
“Όχι, εσύ να φέρεις το χαρτί, το μολύβι και τον κατάλογο. Ο Τζωρτζ θα γράψει κι εγώ θα κάνω όλη τη δουλειά”.
Ο πρώτος κατάλογος που συμπληρώσαμε αναγκαστικά απορρίφθηκε. Ήταν φανερό ότι στα πιο ψηλά σημεία του Τάμεση θα ήταν αδύνατη η διέλευση μια βάρκας τόσο μεγάλης, ώστε να χωραει τα πράγματα που είχαμε καταγράψει ως απαραίτητα' έτσι λοιπόν σκίσαμε τον κατάλογο και κοιταχτήκαμε.
Ο Τζωρτζ είπε' “ Ξέρετε, ακουλουθούμε λάθος μέθοδο. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τα πράγματα που μπορούμε να πάρουμε, αλλά τα πράγματα που δεν μπορούμε να μην πάρουμε”.
Ο Τζωρτζ μερικές φορές αποδεικνύεται πολύ λογικός. Είναι να εκπλήσσεται κανείς. Αυτό εγώ το αποκαλώ καθαρή σοφία, όχι απλώς σε ότι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και σχετικά με το ταξίδι μας στο ποτάμι της ζωής εν γένει. Πόσοι άνθρωποι, σ΄αυτό το ταξίδι, δε φορτώνουν τη βάρκα, μέχρι που να κινσυνεύει να βυθιστεί, μ' ένα σωρό ανόητα πράγματα που θεωρούν απαραίτητα για την απόλαυση και την άνεση του ταξιδιού, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς άχρηστο έρμα.
Πώς φορτώνουν το καημένο το σκάφος μέχρι το κατάρι του με ωραία ρούχα και μεγάλα σπίτια' με άχρηστους υπηρέτες κι ένα σμάρι καταπληκτικούς φίλους οι οποίοι δεν δίνουν πεντάρα γι αυτούς και για τους οποίους και οι ίδιοι δε δίνουν δεκάρα τσακιστή' με ακριβές διασκεδάσεις που δεν απολαμβάνουν, με τυπικότητες και συρμούς, με φιγούρα και υποκρισία και – αυτό κι αν είναι το βερύτερο και άχρηστο φορτίο – με το φόβο του τί θα σκεφτεί ο γείτονας, με πολυτέλειες που απλώς σε βαρυστομαχιάζουν, κι απολαύσεις που σε κάνουν να βαριέσαι, με κενή επίδειξη που, σαν το σιδερένιο στεφάνι που φορούσαν κάποτε στους κακοποιούς, το μόνο που πετυχαίνει είναι να προκαλέσει πονοκέφαλο και λιποθυμικές τάσεις!
Έρμα, αγαπητοί μου, άχρηστο έρμα! Πετάξτε το στο ποτάμι. Κάνει τη βάρκα τόσο βαρειά και δυσκίνητη, που κινδυνεύετε ν' αφήσετε την τελευταία σας πνοή στα κουπιά. Την κάνει τόσο ογκώδη, δυσκίνητη κι επικίνδυνη, που δε γνωρίζεις ούτε μια στιγμή ξενοιασιάς από το πολύ αγχος και τη φροντίδα, ούτε μια στιγμή ξεκούρασης για να ονειρευτείς τεμπέλικα – ούτε μια στιγμή για να παρατηρήσεις τις σκιές που τρεμοπαίζουν με το αεράκι στην επιφάνεια του νερού ή τις λαμπερές ακτίνες του ήλιου που φτερουγίζουν ανάμεσα στα κυματάκια ή τα μεγάλα δέντρα στις όχθες που σκύβουν για να δουν την ίδια τους την εικόνα ή τα σκοτεινά καλάμια που κυματίζουν ή τα βούρλα ή τις ορχιδέες ή τα γαλάζια μη – με – λησμόνει...
Πετάξτε τη σαβούρα, άνθρωποι! Αφήστε τη βάρκα της ζωής σας ελαφριά, να κουβαλάει μόνο ό,τι σας είναι απαράιτητο – ένα ζεστό σπίτι κι απλές απολαύσεις, ένα δυο φίλους αξιους του τίτλου, κάποιον που να αγαπάτε και να σας αγαπά, μια γάτα, ένα σκύλο και μια δυο πίπες, τα απαραίτητα για να φάτε, τα απαράιτητα για να φορέσετε, και κάτι περισσότερο από τα απαραίτητα για να πιείτε' γιατί η δίψα είναι επικίνδυνο πράγμα.
Θα ανακαλύψετε τότε ότι η βάρκα προχωράει πιο εύκολα και δεν κινδυνεύει να τουμπάρει, αλλά κι ακόμη κι αν τουμπάρει, δεν πειράζει' τα καλά, απλά πράγματα αντέχουν στο νερό. Θα έχετε καιρό για να σκεφτείτε και για να δουλέψετε. Χρόνο για να χαρείτε τη λιακάδα και χρόνο για ν' ακούσετε την ουράνια μουσική που γεννάει ο άνεμος του Θεού στις ανθρώπινες καρδιές ολόγυρά μας – θα έχετε χρόνο για να ....
Ζητώ ταπεινά συγνώμη. Παρασύρθηκα.
Αφήσαμε λοιπόν τον κατάλογο στο Τζωρτζ.
“Δεν θα πάρουμε σκηνή”, πρότεινε ο Τζωρτζ. “Θα έχουμε βάρκα με τέντα. Είναι πολύ πιο απλό και πιο άνετο”.
Η σκέψη φάνηκε καλή και την υιοθετήσαμε. Δεν ξέρω αν έχετε ποτέ σας δει αυτό το πράγμα. Βάζεις σιδερένιο τσέρκι ψηλά πάνω από τη βάρκα, τεντώνεις ένα πελώριο καναβάτσο επάνω του και το στερεώνεις ολόγυρα, από την πλώρη ως την πρύμνη' αυτό μετατρέπει τη βάρκα σ' ένα είδος μικρού σπιτιού, άνετου και όμορφου, αν και κάπως αποπνιχτικού' τί να γίνει όμως, όλα έχουν τα μειονεκτήματά τους, όπως είπε κι εκείνος ο άντρας όταν πέθανε η πεθερά του και πήγαν να του ζητήσουν τα έξοδα της κηδείας.
Ο Τζωρτζ είπε ότι έπρεπε ακόμη να έχουμε μια κουβέρτα ο καθένας, μια λάμπα, λίγο σαπούνι, μια βούρτσα και μια τσατσάρα (όλοι μας), μια οδοντόβουρτσα (ο καθένας), μια λεκάνη, λίγη σκόνη για τα δόντια, μερικά ξυριστικά (πολύ κουραστικό δεν ακούγεται;) και μια δυο πετσέτες του μπάνιου. Παρατηρώ ότι όλοι οι άνθρωποι εξοπλίζονται πλήρως για το μπάνιο όποτε πάνε κάπου κοντά σε νερό, αλλά δεν κολυμπάνε και πολύ, όταν φτάνουν εκεί.
Το ίδιο συμβαίνει όταν πηγαίνεις στην παραλία. Πάντα αποφασίζω – όποτε σκέφτομαι το ζήτημα στο Λονδίνο - ότι θα ξυπνάω νωρίς κάθε πρωί και θα πηγαίνω να κάνω μια βουτιά πριν από το πρωινό, και βάζω στη βαλίτσα μου με θρησκευτική ευλάβεια ένα μπανιερό και μια πετσέτα του μπάνιου. Πάντα αγοράζω κόκκινα μπανιερά. Μου πάνε πολύ, ταιριάζουν με το χρώμα της επιδερμίδας μου. Αλλά όταν φτάνω στη θάλασσα, κατά περίεργο τρόπο δεν αισθάναμαι να έχω τόσο ανάγκη εκείνο το πρωινό μπάνιο, όσο το είχα ανάγκη όταν βρισκόμουν στην πόλη.
Αντίθετα, νιώθω περισσότερο ότι θέλω να μείνω στο κρεβάτι μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά να κατέβω να πάρω το πρωινό μου. Μια δυο φορές θριαμβεύει η αρετή, και σηκώνομαι στις έξι, μισοντύνομαι, παίρνω το μπανιερό και την πετσέτα μου και ξεκινάω παραπατώντας νυσταγμένος. Αλλά δεν το απολαμβάνω. Είναι σα να μου την έχει στημένη ένας ιδιαίτερα τσουχτερός ανατολικός άνεμος όποτε αποφασίζω να πάω για πρωινό μπάνιο' και να έχουν διαλέξει ειδικά για μένα όλες τις κοφτερές πέτρες και να τις έχουν βάλει πάνω πάνω στην παραλία, να έχουν ακονίσει τους βράχους και να έχουν σκεπάσει τις αιχμές τους με λίγη άμμο για να μην μπορώ να τις δω, να έχουν πάρει τη θάλασσα και να την έχουν μεταφέρει δυο χιλιόμετρα μακρύτερα, έτσι που να αναγκάζομαι να αγκαλιάζω το στήθος μου για να ζεσταθώ λιγάκι και να χοροπηδάω τρεμουλιάζοντας μέσα σε 20 πόντους νερό. Κι όταν πια φτάνω στη θάλασσα, είναι τρικυμισμένη και πολύ αυθάδης.
Ένα πελώριο κύμα με αρπάζει και με πετάει σε καθιστή στάση με όσο περισσότερο δύναμη μπορεί, πάνω σε ένα βράχο που έχει τοποθετηθεί εκεί ειδικά για μένα. Και πριν προλάβω να πω, “Αχ! Ουχ!” και να καταλάβω τί μου συνέβη, το κύμα ξαναγυρίζει και με τραβάει στη μέση του ωκεανού. Αρχίζω να παλεύω σαν τρελός για την ακτή, ν' αναρωτιέμαι αν θα ξαναδώ ποτέ το σπίτι και τους φίλους μου και να εύχομαι να είχα φανεί πιο καλός στη μικρή μου αδελφή ως αγόρι (όταν εγώ ήμουν αγόρι, θέλω να πω). Και την ώρα που έχω πια εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, ένα κύμα απότραβιέται και με αφήνει απλωμένο σαν αστερία στη άμμο' τότε σηκώνομαι, κοιτάζω πίσω κι ανακαλύπτω ότι κολυμπούσα απεγνωσμένα για να σωθώ σε εξήντα πόντους βάθος. Τότε δίνω ένα σάλτο, ντύνομαι και γυρίζω σπίτι σερνάμενος, όπου οφείλω να ισχυριστώ ότι το απόλαυσα.
Έτσι και τώρα μιλούσαμε όλοι λες κι επρόκειτο να κολυμπάμε με τις ώρες κάθε πρωί. Ο Τζωρτζ είπε ότι είναι πολύ ευχάριστο να ξυπνάς στη βάρκα νωρίς το πρωί και να βουτάς στο καθαρό ποτάμι. Ο Χάρις είπε ότι τίποτε δεν είναι καλύτερο από λίγο κολύμπι πριν από το πρωινό για να σου ανοίξει την όρεξη. Υποστήριζε ότι το κολύμπι πάντα του άνοιγε την όρεξη. Ο Τζωρτζ είπε ότι αν επρόκειτο ν ανοίξει κι άλλο η όρεξη του Χάρις και να τρώει περισσότερο απ ότι έτρωγε συνήθως τότε θα απαιτούσε να μην κάνει ποτέ μπάνιο ο Χάρις.
Είπε ότι ήδη θα ξεθεωνόμασταν κωπηλατώντας κόντρα στο ρεύμα με τη βάρκα φορτωμένη με όλα τ' απαραίτητα τρόφιμα για τη φυσιολογική όρεξη του Χάρις.
Ωστόσο, υπογράμμισα; στο Τζωρτζ πόσο πιο ευχαριστο θα ήταν να έχουμε το Χάρις καθαρό και φρέσκο στη βάρκα, ακόμη κι αν αναγκαζόμασταν να πάρουμε μερικές εκατοντάδες κιλά περισσότερες προμήθειες. Συμφώνησε με την άποψή μου και απέσυρε τις αντιρρήσεις του για το μπάνιο του Χάρις. Καταλήξαμε δε και στο να πάρουμε και τρεις πετσέτες του μπάνιου, για να μην περιμένει ο ένας τον άλλο.
Όσο για τα ρούχα, ο Τζωρτζ είπε ότι δύο φανελένια κουστούμια θα ήταν αρκετά, αφού θα μπορούσαμε να τα πλέναμε μόνοι μας στο ποτάμι, όποτε λερώνονταν. Τον ρωτήσαμε αν είχε προσπαθήσει ποτέ να πλύνει φανελένιο παντελόνι στο ποτάμι κι απάντησε, όχι, όχι ακριβώς ο ίδιος, αλλά ήξερε κάτι τύπους που το έκανα και ήταν πολύ εύκολο. Ο Χάρις κι εγώ κάναμε το σφάλμα να πιστέψουμε ότι ήξερε τί έλεγε και ότι τρεις αξιοσέβαστοι νεαροί άντρες χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική θέση ή εξουσία και χωρίς καμιά εμπειρία στο πλύσιμο θα μπορούσαν πραγματικά να πλύνουν τα πουκάμισα και τα παντελόνια τους στον ποταμό Τάμεση μ' ένα κομμάτι σαπούνι.
Τις μέρες που ακολούθησαν, μας έμελλε να μάθουμε – όταν πια ήταν πολύ αργά – ότι ο Τζωρτζ ήταν ένας άθλιος απατεώνας και ότι δεν είχε ιδέα γι αυτό το θέμα. Αν μπορούσατε να δείτε τα ρούχα μετά – αλλά, όπως λένε και στα μυθιστορήματα της δεκάρας, ας μην προτρέχουμε.
Ο Τζωρτζ μας έπεισε να πάρουμε μια αλλαξιά εσώρουχα και πολλές κάλτσες για το ενδεχόμενο ανατροπής της βάρκας, οπότε θα χρειαζόμασταν ν αλλάξουμε. Είπε επίσης να πάρουμε πολλά μαντήλια για να μπορέσουμε να σκουπίσουμε διάφορα πράγματα, κάθως κι ένα ζευγάρι δερμάτινες μπότες εκτός από τα λαστιχένια μας παπούτσια, που θα χρειαζόμασταν επίσης σε περίπτωση ναυαγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου