Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12β

Αφού περάσεις το Παλιό Ουίνσδορ, το ποτάμι γίνεται κάπως πληκτικό και δεν ξαναβρίσει τον ευτό του παρά μόνο όταν πλησιάζεις το Μπόβενι. Ο Τζωρζ κι εγώ κωπηλατήσαμε μέχρι να προσπεράσουμε το Χόουμ Παρκ ου απλώνεται κατα μήκος της δεξιάς όχθης από τη γέφυρα του Αλβέρτου μέχρι τη γέφυρα της Βικτωρίας' και καθώς περνούσαμε μπροστά από το Ντάτσετ, ο Τζωρτζ με ρώτησε αν θυμόμουνα το πρώτο μας ταξίδι στο ποτάμι, τότε που φτάσαμε στο Ντάτσετ στις δέκα το βράδυ και θέλαμε να πάμε για ύπνο.

Απάντησα ότι το θυμόμουνα. Θα περάσει καιρός μέχρι να το ξεχάσω.

Ήταν το Σάββατο πριν απο την Αυγουστιάτικη αργία των τραπεζών. Είμασταν κουρασμένοι και πεινασμένοι, οι τρεις μας πάλι, κι όταν φτάσαμε στο Ντάτσετ βγάλαμε το καλάθι, τις δύο τσάντες, τις κουβέρτες, τα παλτά και τα παρόμοια και ξεκινήσαμε να ψάξουμε για κατάλυμα. Προσπεράσαμε ένα πολύ νόστιμο μικρό πανδοχείο με κλιματσίδες πάνω από την είσοδο' αλλά δεν είχε καθόλου αγιόκλημα και για κάποιο λόγο είχαμε μια εμμονή με το αγιόκλημα και είπα:

           "Αχ, ας μη μείνουμε εδώ! Ας πάμε λίγο πιο πέρα μήπως βρούμε ένα πανδοχείο με αγιόκλημα!".

             Έτσι λοιπόν συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε σ'ένα άλλο πανδοχείο. Κι αυτό ήταν ένα πολύ όμορφο πανδοχείο και είχε και αγιόκλημα στον πλαινό του τοίχο, αλλά στον Χάρις δεν άρεσε η φάτσα του ανθρώπου που ήταν ακουμπισμένος στην μπροστινή πόρτα. Είπε ότι δεν έδειχνε καθόλου καλός άνθρωπος και φορούσε και απαίσιες μπότες' έτσι συνεχίσαμε ακόμα πιο πέρα. Προχωρήσαμε αρκετά χωρίς να βρούμε άλλα πανδοχεία και μετά συναντήσαμε έναν άντρα και του ζητήσαμε να μας υποδείξει μερικά.

             Μας είπε: "Έχετε απομακρυνθεί από τα πανδοχεία. Πρέπει να κάνετε μεταβολή και να ξαναγυρίσετε πίσω, και θα βρείτε το Ελάφι"

              Είπαμε:

             " Α, εκεί πήγαμε, αλλά δε μας άρεσε -δεν έχει αγιόκλημα"

            " Καλά, τότε" είπε, "υπάρχει το Αρχοντικό, ακριβώς απέναντι. Αυτό το δοκιμάσατε;"

             Ο Χάρις απάντησε ότι δεν θέλαμε να πάμε εκεί -δεν του άρεσε η φάτσα του τύπου που στεκόταν στο κατώφλι, δεν του άρεσε το χρώμα των μαλλιών του, δεν του άρεσαν και οι μπότες του.

            "Τότε δεν ξέρω τί να σας πω" είπε ο πληροφοριοδότης;μας. "Γιατί αυτά είναι τα μόνα πανδοχεία εδώ γύρω".

            "Δεν έχει άλλα πανδοχεία!" αναφώνησε ο Χάρις.

             Τότε μίλησε ο Τζωρτζ. Είπε ο Χάρις κι εγώ θα μπορούσαμε να παραγγείλουμε να χτιστεί πανδοχείο ειδικά για μας, αν θέλαμε, και να παραγγείλουμε και μερικούς ανθρώπους για να τους βάλουμε μέσα.
Όσο για εκείνον, θα ξαναγύριζε στο Ελάφι.

             Τα μεγάλα πνεύματα ποτέ δεν καταφέρνουν να πραγματοποιήσουν τα ιδεώδη τους σε κανένα ζήτημα' ο Χάρις κι εγώ αναστενάξαμε με τη ματαιότητα όλων των επίγειων επιθυμιών  και ακολουθήσαμε τον Τζωρτζ.

            Κουβαλήσαμε τα συμπράγαλά μας μέχρι το Ελάφι και τα ακουμπήσαμε στην είσοδο.

            Ο ξενοδόχος ήρθε και μας είπε:

           "Καλησπέρα σας, κύριοι".

           "Καλησπέρα", είπε ο Τζωρτζ. "Θέλουμε τρία κρεβάτια, παρακαλώ".

           "Λυπάμαι πολύ, κύριε", είπε ο ξενοδόχος. "Αλλά φοβάμαι ότι δε γίνεται".

           "Καλά, δεν επιράζει", είπε ο Τζωρτζ, "φτάνουν και δύο. Οι δύο από μας μπορούν να κοιμηθούν στο ίδιο κρεβάτι, έτσι δεν είναι;" συνέχισε, γυρίζοντας στον Χάρις και σ'εμένα.

             Ὁ Χάρις είπε, "Φυσικά", και σκέφτηλε ότι εγώ κι ο Τζωρτζ θα ,μπορούσαμε πολύ εύκολα να κοιμηθούμε στο ίδιο κρεβάτι.

            "Λυπάμαι πολύ, κύριε", επανέλαβε ο οικοδεσπότης, "αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ένα κρεβάτι ελεύθερο σε όλο το πναδοχείο. Ήδη έχουμε βάλει δύο, ακόμα και τρεις κυρίους σε ένα κρεβάτι".

             Αυτό μας κλόνισε για λίγο.

             Αλλά ο Χάρις, που είναι έμπειρος ταξιδιώτης, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και είπε, μιλώντας χαρούμενα'

            "Καλά, τί να γίνει. Θα πρέπει να το υποστούμε. Βάλτε μας από ένα ράτζο στην αίθουσα του μπιλιάρδου".

            "Λυπάμαι πολύ, κύριε. Τρεις κύριοι κοιμούνται ήδη εκεί και δύο στο καπνιστήριο. Είναι αδύνατον να σας εξυπηρετήσω γι'απόψε".

            Μαζέψαμε τα πράγματά μας και πήγαμε απέναντι στο Αρχοντικό. Ήταν ένα πολύ όμορφο μικρό πανδοχείο. Είπα ότι προσωπικά μου άρεσε καλύτερα από το άλλο πανδοχείο' και ο Χάρις είπε,

            "Βέβαια, βέβαια, δεν πειράζει, δεν είναι ανάγκη να κοιτάμε εκείνον τον άντρα με τα κόκκινα μαλλιά. Άλλωστε τί φταίει ο καημένος που έχει κόκκινα μαλλιά;"

             Ο Χάρις μιλησε πολύ ευγενικά και λογικά γι αυτό το θέμα.

             Οι άνθρωποι στο Αρχοντικό δεν περίμεναν να μας ακούσουν να μιλάμε. Η ιδιοκτήτρια μας πρόλαβε στο κατώφλι με τον ίδιο χαιρετισμό που είχε χρησιμοποιήσει για να διώξει άλλες δεκατέσσερις παρέες την τελευταία μιάμισι ώρα. Όσο για τις δειλές μας προτάσεις για σταύλους, αίθουσες του μπιλιάρδου ή καρβουναποθήκες, τις αντιμετώπισε όλες μ' ένα κοροιδευτικό γέλιο' όλες αυτές οι γωνιές ήταν κατειλημμένες προ πολλού.

            Μήπως ήξερε κανένα μέρος σε όλο το χωριό που θα μπορούσαμε να βρούμε καταφύγιο για τη νύχτα;

            Ε, αν δεν μας πτοούσαν οι δυσκολίες -αν και προσωπικά δεν μας το συνιστούμε- υπήρχε ένα μικρό μαγαζάκι που πουλούσε μπύρα κάτω στον δρόμο του Ήτον...
Δεν περιμέναμε ν'ακούσουμε περισσότερα' αρπάξαμε το καλάθι, τις τσάντες, τα παλτά, τις κουβέτρες και τα πακέτα κι αρχίσαμε να τρέχουμε. Η απόσταση ήταν γύρω στα 1.500 μέτρα αλλά κάποτε φτάσαμε κια μπήκαμε λαχανιασμένοι στο μπαρ.

             Οι άνθρωποι στο μαγαζί ήταν άξεστοι. Υπήρχαν μόνο τρία κρεβάτια σε όλο το πανδοχείο και φιλοξενούσαν ήδη εφτά κυρίους μόνους τους και δυο παντρεμένα ζετγάρια. Ένας πονόψυχος βαρκάρης, πάντως, που έτυχε να είναι παρών, σκέφτηκε ότι θα πορούσαμε να δοκιμάσουμε το μπακάλικο δίπλα στο Ελάφι κι έτσι ξαναγυρίσαμε πίσω.

             Το μπακάλικο ήταν γεμάτο. Μια γριά που βρήκαμε στο μαγαζί προσφέρθηκε να μας στνοδεύσει για ένα ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι το σπίτι μιας φίλης της που νοίκιαζε περιστασιακά δωμάτια σε κυρίους.

              Αυτή η γριά γυναίκα περπατούσε πολύ σιγά και κάναμε είκοσι λεπτά τουλάχιστον γιάνα φτάσουμε στης φίλης της. Ζωντάνεψε τη διαδρομή περιγραφοντάς μας καθ' οδόν όλη την γκάμα των πόνων που αισθανόταν στην πλάτη της.

             Τα δωμάτια της φίλης της ήταν νοικιασμένα. Από εκεί μας έστειλα στο νούμερο 27 του δρόμου. Το 27 ήταν γεμάτο' μας έστειλαν στο 32,  καιι το 32 ήταν γεμάτο.

             Μετά ξαναβγήκαμε στον κεντρικό δρόμο κιαι ο Χάρις κάθισε πάνω στο καλάθι και είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα. Είπε ότι αυτό το σημείο του φαινόταν αρκετά ήσυχο και θα ήθελε να πεθάνει εκεί. Ζήτησε από εμένα και τον Τζωρτζ να φιλήσουμε τη μητέρα του εκ μέρους του και να πούμε σε όλους του τους συγγενείς ότι τους είχε συγχωρέσει και είχε πεθάνει ευτυχής.

             Εκείνη τη στιγμή ένας άγγελος εμφανίστηκε με τη μορφή ενός μικρού αγοριού ( δεν μπορώ να φανταστώ καμιά καταλληλότερη μορφή για έναν άγγελο), μ'ένα μπουκάλι μπύρα στο ένα χέρι και κάποιο πράγμα δεμένο στην άκρη ενός σπάγγου στο άλλο, το οποίο άφηνε ν'ακουμπήσει σ κάθε επίπεδη πέτρα που συναντούσε και μετά το ξανατράβαγε, κάνοντάς το να παράγει έναν ιδιαίτερα ενοχλητικό ήχο που υποδήλωνε δυστυχία.

             Ρωτήσαμε αυτό το θεόσταλτο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, πλάσμα, αν ήξερε κανένα μοναχικο σπίτι που οι κάτοικοί του να είναι γέροι και αδύναμοι (κατά προτίμηση γριές κυρίες ή παράλυτοι κύριοι) τους οποίους θα μπορούσαμε εύκολα να τους πειθαναγκάσουμε να παραχωρήσουν τα κρεβάτια τους σε τρεις απελπισμένους άντρες' ή, αν δεν ήξερε κάτι τέτοιο, μήπως μπορούσε να μας συστήσει κάποιο άδειο χοιροστάσιο ή κανένα μισοτελειωμένο γιαπί ή κάτι ανάλογο. Είπε ότι δεν ήξερε κανένα τέτοιο μέρος -τουλάχιστον όχι εκεί κοντά'αλλά είπε ότι ακόμα αν θέλαμε να πάμε μαζί του, η μητέρα του είχε ένα περισσευόμενο σωμάτιο και θα μπορούσε να μας βολέψει για τη νύχτα.

            Πέσαμε στην αγκαλιά του εκεί μέσα στο φεγγαρόφωτο και τον πνίξαμε στις ευλογίες' η εικόνα θα ήταν πολύ όμορφη αν το ίδιο το αγόρι δε είχε αιφνιδιαστεί τόσο από την εκδηλωτικότητά μας, που να αποδειχτεί ανίκανο να σταθεί στα πόδια του κάτω από το βάρος της, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος συμπαρασύροντάς μας όλους από πάνω του. Ο Χάρις ήταν τόσο πλημμυρισμένος από χαρά που λιποθύμησε και αναγκάστηκε να βουτήξει τη μισοτελειωμένη μπύρα του παιδιού και να την αδειάσει για να ξαναβρεί τις αισθήσεις του'αμέσως μετά ξεκίνησε τρέχοντας, αφήνοντας εμένα και τον Τζωρτζ να κουβαλήσουμε τις αποσκευές.

            Το αγόρι έμενε σ'ένα μικρό αγροτόσπιτο τεσσάρων δωματίων και η μάνα του -τί χρυσή γυναίκα!-μας έφτιαξε ζεστό μπέικον για δείπνο και το φάγαμε όλο -δυο κιλά- και μια τάρτα μαρμελάδα μετά και δύο κανάτες τσάι και μετά πήγαμε για ύπνο. Υπήρχαν δυο κρεβάτια στο δωμάτιο' το ένα ήταν ένα κρεβάτι με ρόδες, ογδόντα πόντους φαρδύ, και ο Τζωρτζ κι εγώ κοιμηθήκαμε σ' αυτό, μένοντας επάνω του αφού δεθήκαμε μεταξύ μας με το σεντόνι' το άλλο ήταν το κρεβάτι του μικρού αγοριού και ο Χάρις το είχε όλο στη διάθεσή του' το πρωί τον βρήκαμε με εξήντα πόντους γυμνής γάμπας να προεξέχει στο κάτω μέρος, που ο Τζωρτζ κι εγώ χρησιμοποιήσαμε για να κρεμάσουμε τις πετσέτες μας την ώρα που πλενόμαστε.

              Την επόμενη φορά που θα βρεθούμε στο Ντάτσετ δε θα είμαστε και τόσο εκλεκτικοί στην αναζήτηση καταλύματος.

4 σχόλια:

  1. Για να ειμαι ειλικρινής
    δεν εχω την υπομονη αυτη την περιοδο
    να κατσω να τα διαβασω
    Στο υποσχομαι ομως...

    Καλη κυριακη Μπλουζ

    ......


    Chris Rea - Sweet Summer Day.

    Αν κι εδω βρεχει



    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. πάντα με μια μουσική.
      πάντα.
      καιρός να βρέξει και λιγουλάκι.
      όσο για τη μελέτη. εδώ είναι οι αναρτήσεις. όποτε έχεις τη διάθεση...
      φιλί.

      Διαγραφή