Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

εν τω μεταξύ

Τόση ηρεμία. 
Σαν έσπασα τ' αυγό και βγήκα στη λαμπερή μέρα.
Θρυμματισμένες μνήμες παίζουν blackjack
Ποντάρουν σε μια προκυμαία, μια συνάντηση.
Στο 21 η τράπουλα έγινε γέφυρα. Μια μακριά λεπτεπίλεπτη γέφυρα π' ενώνει γαλαξίες. Κι εγώ στην ακρίτσα ενός άστρου. Εγώ. Εύσχημο. Ευσχημισμός. Εγώ που.
Παρουσία αστραπή σαν την αντανάκλαση σε παράθυρο εν κινήσει.
Αφήνω το σώμα μου στον ήλιο και το βλέμμα μου στην αναζήτηση της εμφάνισής σου.
Το θα 'ρθεις.
Από κάπου;
Θ' αναδυθείς μες στο νου μου;
Ηρεμία. Τα κόκκινα φύλλα του απέναντι δέντρου κι εγώ.
Εγώ πάλι.
Εγώ, αγκρρρρρ. 
Να διαχέομαι σαν το φακελάκι του τσαγιού στο μεσημέρι.
Ήχος ανατολικός, χτυπά απαλά το σήμαντρο της μεσημβρίας.
Μεσημεριανό στον ισημερινό.
Τύχη κι απόπειρες αυτοκτονίας' το τελευταίο ρουσφέτι στη γαμημένη ζωή που δε μου κάνει τη χάρη και μ' αφήνει να περπατάω στον αέρα κι ας μην υπάρχει σκοινί, μπουγαδόσκοινο, μήτε του κρεμασμένου, τίποτε βρε!
Ανακοινώσεις αφίξεων - αναχωρήσεων. Μα που να πας;
Το λιοντάρι μου, λέω, μ' αγαπά. Μα μην είναι μόνο η σκιά μου; Μπορώ, πιστεύω να ταξιδέψω τη σκιά μου. Μου το επιτρέπει.
Μεσημέρι.
Τυλιγμένο summer roll σε ζέστη και ξεφυσήματα λεωφορείων. Γκουχ γκουχ.
Παραπέρα σ' ένα κιόσκιι φρέσκοι χυμοί αλλά τους παρακάμπτω, πάω για άμεση σύνδεση με υποτυπώδη ζωή. Που, γάμησέ τα, δεν την έμαθα ποτέ' από παιδί με τη στολή και τα τσαρούχια. Αυτά τα αντιαισθητικά παπούτσια για στραβόξυλα. 'Και ξύλο απελέκητο να 'σουν, κάτι θα 'χες μάθει"
Αμ δε!
Η συννεφιά, ποια συννεφιά, συννεφιά σαν τουλπάνι ψιλή, το φως αναλλοίωτο, γλυκό, γλυκό φως.
τέλος
άντε παιδιά να πιάσουμε τα κουπιά, τις κουτάλες. Ντάλιασε το μεσημέρι, πεινάει ο λαός.

l'état, c'est moi.

αύριο πρώτη.

Ήθελα να ξέρεις πως τ' αγιάζι, αυτό το πνευστό που μου κρατά συντροφιά τις ασέληνες σχεδόν νύχτες είναι ένα μετερίζι.
Κρατάω το κύμα και πάω στα δάσος. 
Κρατάω την ανάσα και σε πίνω μες στο ηλιόφως σα να 'σαι λάβα ευλογημένη, σα να 'σαι το ευκταίο μιας ζωής που δε ρωτά. 
Ρωτά η ζωή; 
Κάμνει τες ερωτήσεις; τες βάνει στα χείλη να γεννούν πουλιά, να γεννούν φιλιά; Μπα όχι.
Παρουσίες = απουσίες στο μικρόκοσμό μας΄ μας εμπαίζουν, μας χλευάζουν, μας αποπαίρνουν κι εσύ μου πες πως δεν ξεύρω κακές λέξεις... Μα τες ξεύρω αλλά τα ζεστά τούβλα είναι για τους τυφλούς. 
Οι εν ενοράσει ας είναι κι ας όψονται την Παράδεισο. Ας. Κι ας μη. Μη μου τους κύκλους τάραττε. 
Αποδιοπομπαίες ταραχές κατακερματίζουν τα σπλάχνα τ' αβέβαιου. Του μικρόκοσμου που γένεται εξώκοσμος και πάει σε πολιτείες, αυτές τις ενορατικές πολιτείες της ψυχής που τραμπαλίζεται ευδιάθετη και μακάρια σε αποσπερίτες και σεληνιακές εκρήξεις. 
Ένα ζεύγος υποδημάτων εγκλωβίζει το βήμα μου.
Στου πεθαμού τ' ανάθεμα καίμε λιβάνι φερμένο από πάτρια εδάφη πολλάκις ξεχασμένα και αποποιημένα. Που γεννούν τα κύματα.
Κύματα σήμερα, αύρες, αύριο που είναι σήμερα.
 Άραγε θ' ανταμωθούμε ν' ανταλλάξουμε τες πληγές μας;
Άραγε θα ορθοποδήσουμε;
Ψάχνω το θάνατό μου μέσα σε παγιωμένες διαδικασίες, αλλά ο θάνατος έρχεται σα γιορτή.
Σαν τον εξάψαλμο' τζα κραυγή. 
Ψάχνω τ' ανθρώπινο.
Σ' έφαγα στον ίσκιο μακριών αγελάδων,
Στο σιωπηλό ποτάμι σε ήπια.
Στ' ανείπωτο μαραφέτι του χρόνου σε κλώτσησα,
Ανίδεη ζωή..
Σ' απολυτρώθηκα και σε ντύθηκα γιορτινή φορεσιά'
μετά βαρέθηκα.
Ελάτε άστρα είπα.. Συχωριανοί στον πόνο μου, ελάτε.
Ελάτε και πάρτε μου το γιορτινό φουστάνι.
Τα πλουμίδια του παίζουν με την αυγή αλλά γω μαι πολύ απανταχού απούσα.
απών.
Μηρυκάζοντας τ' αναπόφευκτο. 

τσουνάμι στ' απροσπέλαστο.
Μπριός με σοκολάτα.
Με φέτες εξωτικών φρούτων και μουσικές που η αγάπη καλεί σε χρόνο διαρκή.
Θυμώνω πάλι κι έχω αιτεία.
Σα θα ξανάβρω στους μπαξέδες
ερωμένη κι αναπάντεχη
θα μου δώσεις πάλι
αυτό τ' απόκοσμό σου το φιλί;
της μιας αυγής τα πρόσμενα;
όχι και πάλι όχι.
όχι για πάντα,
το μακάβριο πάντα τ' αποχωρισμού.
Ώρα να πάρω πανιά...
Σκοτώνοντας το περίτρανο πάντα
να πάω γι αλλού...

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Σασυφής 92 παλιό

Νύχτες στον Ειρηνικό.
Νύχτες με κόκκινα κινέζικα φαναράκια, αεράκι και πειρατικά καράβια.
Νύχτες με γαλαξία για νταβάνι και μια ζούγκλα ολόγυρα.
Οι ζούγκλες γελούν και δείχνουν τα δόντια τους.
Οι πόλεις γελούν και δείχνουν τα δόντια τους.
Κόκκινα πέδιλα χορεύουν.
Πού πάει ο αιθέριος εαυτός μας στην πορεία;
Μαγκανοπήγαδο x3.
Και στεγανά. Ζωή και πάπια Πεκίνου.
Συλλογές κλεμμένων έργων τέχνης. 
Ζεστή μπύρα. Αεροπορικά εισιτήρια, επίπλαστη καλοζωία που τρέχει σ' όλες της γης τις άκρες. Ασταμάτητα.
Κόκκινα χείλη χορεύουν, δακρύζουν, στάζουν πόθο.
Ειρηνικές διαδικασίες πολέμου.
Και μουσική, στρατευμένη, ταρακουνάει το χώρο, ρίχνει τους σοβάδες.
Κόκκινα νύχια. Διατρέχουν επιδερμίδες χαράζοντας ροδαλά ίχνη.
Θυμός, οργή, δύναμη στο κατόπι τ' ενστίκτου που χτυπάει και σφυράει σαν ανιχνευτής χρυσού.
Κόκκινο φουστάνι πεταμένο.
Δέρμα απαλό, μετάξινα μαλλιά.
Παραμύθι. Μ' αυτό είναι μέσα στα μάτια, στο πέταγμα, α Α! ικανοποίηση.
Περπατούσα σε μια ανεμοθύελλα. Κι έλεγα, καλά βαστάει το τομάρι μου. Βάρα αέρα, βάρα.
Κι ήρθε ο ανεμοστρόβιλος και μ' έκανε φύλλο και φτερό.
Πειθήνια σύννεφα κρύψαν το φεγγάρι. Έμεινα στη σκοτεινιά ν' αναρωτιέμαι.
Ήχοι της φύσης.
Σασυφής -  Ροβινσώνας' χαρχαλεύει τη φωτιά που με το πύρινο κορμί της του χαρίζει εικόνες - φιλιά. κι αυτός στην ξενιτιά (ξενιτεμένο μου πουλί..).
Μπορείς να βάλεις την υποκρισία σ' ένα μηχάνημα καταστροφής εγγράφων;
Να τη κάνεις λωρίδες και να την πετάξεις στα σκουπίδια ήσυχος πως όλα τελείωσαν, πως όλα πια θα πάνε καλά;
Τί πάει καλά;
Το ρολόι του κόσμου ξεκούρδιστο.
Υπάρχει βέβαια η πραγματικότητα. Θεατρικές εικόνες και τσιτάτα.
Κι άλλες βέβαια προσωπικές στιγμές, προσωπικές σκέψεις.
Ουφ έχω ακεφιές.
Μ' ενοχλεί η αδυναμία μου.
Άστα. Χρειάζομαι μαθήματα επιβίωσης επειγόντως.




πάλι νέο φεγγάρι, φωτεινό λουλούδι που ξεδιπλώνεται μες στον Αύγουστο που σβήνει.
Καλημέρες εναπομείναντος καλοκαιριού
Ειρηνικός, νύχτα.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

smoky sky, moonless night.


Στου ξέμπαρκου τ ανήμερα, στο γέλιο, στο εδώ και παντού, τώρα! 
Σε τέτοιο ποτήρι, τόσο. 
Μικρό, τρομερό, αβάσταχτο. Aνυπόσταχτο; 
ανυπόστατο, ανυπόταχτο, αχ. 
Αχ. Των ψυχών. Των συνειρμών. Των εξαποδώ. Πεθαίνω κι αναγεννιέμαι.
Αεροπλάνo. Ντίρλα. Διαβολάκια στο  διηνεκές.
Αυτά τα διαβολάκια που 'ναι μέεεσα μας μας ζάάάλιζουν, μας την φέρνουν, χε χε χε χε χε.
Που ζω;
Πώς ζεις;
Ζούμε σ' ένα αυτόνομο, αυθύπαρκτο πλανήτη, μια ψευδαίσθηση ιερών ήχων. 
Οι ιεροί ήχοι συμπεριέχουν αύρες, πυρές, μαϊστράλι,  ζέφυρους, τραμουντάνα.
Έφ - τια - χνα καραβάκια για την αγάπη.
Μικρές οι απώλειες,
Ελάχιστα τα κέρδη.   
Νομίσματα.
Που νόμισα πως σ αγαπώ.
Χρωματιστές φιάλες υπερφίαλες.
Και μουζική από εκατονταετηρίδες μακρινές σαν τ' άστρα'
σαν το φεγγάρι σήμερα που δηλώνει απουσία.
Στον πάτο της Φάτα Μοργκάνα βουρ to the end.
I do love you so;
hardly so far. So good.
Good! and understanding.



Be mine.
...πάλι μαζί.
κι ένας μαύρος γάτος.     

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

μια στάλα χτες στο σήμερα


Το φεγγάρι μίσχος, σχεδόν ανύπαρκτο. Γαλανή η μέρα που πέρασε κι ο Σασυφής επιτέλους πήρε το κουράγιο ν' ανοίξει τα κιτάπια του, τα παλιά του τετράδια, τις σημειώσεις που έφερε από την πόλη και να τα βάλει με τ' άλλα μαζί στο μπουλάκι του. Τ' αράδιασε πάνω στο τραπέζι, άρχισε να τα ξεφυλλίζει κουτσοπίνωντας το φραπεδάκι του. Διαβάζει "Όλοι ζούμε τους μικρούς ή μεγάλους θανάτους μας. Και πάντα, παρ' όλη την εμπειρία, μας βρίσκουν απροετοίμαστους. Είναι κι αυτό μες στο παιχνίδι. Αυτές οι απροσδόκητες εκπλήξεις. Οι κεραυνοί εν τω μέσω της αιθρίας.." ότσν ακούει γαυγίσματα έξω. Κάποιος είναι. Χτυπά η εξώπορτα και χωρίς να περιμένει απάντηση μπάινει ο γείτονας του μ' ένα κύμα φωτεινό μαζί του. Καλημερίζονται, ο Σασυφής του προσφέρει καφέ και παγωτό και κουβεντιάζουν για διάφορα, πως πάει το ψάρεμα, προβλήματα με το σύστημα της ύδρευσης στα απομονωμενα σπίτια, καλοκαιρινές φωτιές στη χώρα , ανοησίες κι αστεία συμβάντα στο μικρό περίπτερο -μάρκετ που είναι στη δημοσιά κι εξυπηρετεί τους κολυμβητές που επισκέπτονται την αμμουδιά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο γείτονάς του ,του εξηγεί το λόγο της εισβολής. Είναι μια πρόσκληση  για φαγητό νωρίς το βραδάκι στο σπίτι του κι ο Σασυφής δέχεται. Φέτος πέρασε πολύ λίγες φορές απ' το μοναδικό αυτό φίλο στην παραλία. Ρίζωσε για τα καλά στο μικρό άσπρο σπιτάκι, ούτε στο νησάκι δεν πήγε. Και με τούτα και με τ' άλλα παράτησε ακόμη μια φορά τα χαρτιά απλωμένα στο τραπέζι, πήγε για μια βουτιά, τάισε το σκύλο, έκανε ένα ντουσάκι, πήρε τ' αμαξι και πήγε στο μαγαζάκι όπου πήρε ένα μεγάλο δίλιτρο κρασί και κάποια γλυκά ύποπτης φρεσκότητας. Γύρισε σπίτι, έβαλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει, έκανε ένα καφέ ακόμη, κάθισε μια στιγμή πάλι στο τραπέζι. " Μα η ζωή συνεχίζει. Ήσυχη και πονεμένη μέχρι να γιάνει ο καημός της. Συνεχίζει.  Και καμμιά φορά χορεύει μόνη της στ' άδεια δωμάτια που κάποιος πήρε όλα τα έπιπλα με το έτσι το θέλω..." Μια ζεστή γλώσσα του γλείφει το πόδι, κάποιος δείχνει πως διψάει. Σηκώνεται ο Σασυφής και βάζει νερό στο μεταλλικό μπωλ. Έπειτα, κάνει ένα τσιγάρο έξω. Αρχίζει να σουρουπώνει. Σβήνει το τσιγάρο, παίρνει το σκύλο και τα καλούδια και πάει επίσκεψη. Πολύ χαρούμενο το βραδάκι με κουβεντολόι ατέλειωτο για χίλια δυο πράματα, του λέει ο φίλος του ο ερημίτης πως θέλει κάποια στιγμή να 'ρθει στην πολη, έτσι για να τονώσει λίγο την επιθυμία του να μονάζει, πράμα απίστευτο, ποτέ μέχρι τώρα ούτε για αστείο δεν το 'χε πει, φαίνεται τούτο το καλοκαίρι έφερε τα πάνω κάτω σε πολλές ζωές. Λίγη πολιτική, λίγη οικολογία, βιβλία, μουσικές, περασμένα και ξαναζωνταμενα περιστατικά από το παρελθόν, τότε που ήμουνα φαντάρος και στο φορτηγό είχα ένα καπτεν μόργκαν κι έτρεχα στο νησί που υπηρετούσα του σκοτωμού, τι ωραίο νησί, να μια έτσι έκανες με το χέρι κι έπιανες χταπόδια κι άλλα. Στη σχάρα σιγοψηθηκαν μπριζολάκια, όχι ψάρι του είπε, ν' αλλάξουμε, μια πράσινη σαλάτα και το κρασάκι να εξατμίζεται λες απ' τα ποτήρια. Ο σκύλος ενθουσιασμένος με το μενού. Βράαδιασε για τα καλά κι η νύχτα προχώρησε, βάρυνε το βλέμμα του φίλου, σόρρυ δικέ μου αλλά το ξενύχτι δεν το πάω όπως εσύ, ευχαριστίες και καληνυχτίσματα.
Επέστρεψε ο Σασυφής στο άσπρο σπιτάκι. Μα τώρα δεν έχει το νου του πουθενά. βάζει μουσική και ρακί. Ας την πιω, σκέφτεται, μη μου μείνει και ξεθυμάνει. Κάθεται μισοξαπλωμένος στο παλιό πολυθρονάκι. Έξω τ' αστέρια τριζοβολούν στο φεγγοβόλημα. Που 'σαι φεγγάρι; λέει από μέσα του ο Σασυφής. Κλείνει μια στιγμή τα μάτια κι άξαφνα βρίσκεται σ' ένα λεωφορείο. Θέλει να κατέβει σε μια στάση, την επόμενη στάση κι είναι έτοιμος να βγει αλλά το λεωφορείο δεν σταματά. Εϊναι κρεμασμένος έξω και σχεδόν ακουμπά την άσφαλτο. Όταν κάποια στιγμή το λεωφορείο φρενάρει, πέφτει έξω αλλά δεν μπορεί να κουνηθεί. Δεν μπορεί να δει καλά καλά το λεωφορείο, αμυδρά μόνο βλέπει κάτι φιγούρες να κατεβαίνουν. Προσπαθεί να προσανατολιστεί, πάει ψαχουλευτά κάπου να κάτσει. Με τα χέρια νιώθει ένα υψωματάκι, θα ναι μάλλον το πεζοδρόμιο σκέφτεται κι εκεί κάθεται περιμένοντας την όρασή του να ξανάρθει. Μα τι μου συμβαίνει; Αγωνία. Ξυπνά. Ανόητος ύπνος της ζάλης. Πάει στο μπάνιο, ρίχνει λίγο νερό στο πρόσωπό του, βάζει λίγο ρακί στο ποτήρι του και σε λίγο το ξεχνά τελείως παρασυρμένος απ' τη μουσική. Ταγκό. Σεισμικές δονήσεις του μυαλού κι ένα τσουνάμι πόθου κι οργής τον παρασέρνει κι ακόμη μια φορά μόνος του χορεύει χωρίς πρέπει και καθορισμένα βήματα, ασυντόνιστος ίσως απ' το ρυθμό αλλά με έμπνευση. Χορός αποχαιρετισμού. Όπου να 'ναι τα παντζούρια θα κλείσουν κι ο ίδιος θα 'ναι αλλού. Μακριά απ' τη θάλασσα, την αμμουδιά, το ραχάτι, τη ζωή που το πιο σημαντικό της μέλημα είναι να κάνεις ένα ωραίο κι αργό μαύρισμα με το πέρασμα των ημερών και να ποτίζεις τα λουλούδια το βραδυ. Και να μην ξεμένεις από τσιγάρα. Σημαντικό. Παίρνει το μολύβι και κάνει μια μονοκοντυλιά, μια παράξενη ζωγραφιά απ' το τίποτε στο πουθενά. Νόημα κανένα. Ουφ πια με τα νοήματα, νόημα εδώ, νόημα εκεί, έχει νόημα; Την παρατάει και βάζει πάλι την ίδια μουσική αλλά δεν χορεύει τώρα. Βυζαίνει το ποτήρι του κι αυτονανουρίζεται κουνώντας το σώμα του πέρα δώθε. Μουσική κακούργα. Στης Αργεντίνας τα στενά μια γυναίκα ψηλοκάπουλη με δυνατά μεριά τον κοιτά με το προσκαλεστικό προκλητικό της βλέμμα  πάνω από ένα αισθησιακό κατακόκκινο στόμα, του κανει νόημα κι αυτός υπνωτισμένος την ακολουθεί σε δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, ένα μαντήλι πάνω σε πορτατιφ, ένα ραγισμένο διαβρωμένο καθρέφτη, ιδρώτας κι απόλαυση, κύματα φαντασίας. Το χαρτί στο τραπέζι, το χαρτί στο τραπέζι, το τραπί στο χαρτεζι. Το παίρνει κι αποσώνει το διάβασμα " Και χορεύει μ' ένα κίτρινο φουλάρι. Που γίνεται ήλιος. Φως. Και διαθλάται και σκορπίζεται σ' όλα τα χρώματα τ' ουράνιου τόξου. Κουράγιο. Για σένα και για μένα. Και για το ότι μάθαμε μόνο έτσι ν' αγαπάμε. Ρολάρω στη σιωπή και συνεχίζω..."
Βγαίνει στην αυλή. Ανασαίνει βαθιά. Κάθεται σ' αυτόν τον πλανήτη, αυτή την αμέτοχη στη διάθεσή του ώρα που με την αδιαφορία της του δίνει ένα περιθώριο να ξεφύγει από τη λύπη του. Κάποια στιγμή κρυώνει λιγάκι, πάει κι ο Αυγουστος φεύγει. Μπαίνει στο σπίτι, ξαπλώνει και μετά απο λίγο κοιμάται. T' όνειρο παίρνει στροφή και συνεχίζει...

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο ενδέκατο.


Ο ΚΑΝΤΙΣΟΝ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙ
Την άλλη μέρα δεν θα 'χα άλλη δουλειά, εκτός από το βγω περίπατο με τα παιδιά για μια ώρα. Έφτασε ο Ιάκωβος για να με ταΐσει και, παρά τις υποδείξεις του Μπουλάν, μου έδωσε τόση βρώμη, όσο για να χορτάσουν τρεις γάιδαροι μαζί που θα 'χαν το ίδιο μπόι με μένα. Την έφαγα όλη και ήμουν ευχαριστημένος. Την τρίτη, όμως, ημέρα, ένιωσα να 'μαι κάπως κακοδιάθετος. Είχα πυρετό, με πονούσε το κεφάλι και το στομάχι μου, δεν μπορούσα να φάω άλλη βρώμη, μα ούτε και σανό κι έμεινα ξαπλωμένος στην ψάθα.
 -Για κοίταξε, ο Καντισόν είναι ακόμα ξάπλα, είπε ο Ιάκωβος όταν ήρθε να με δει και πρόσθεσε: Άντε, καλέ μου Καντισόν, ώρα για να σηκώνεσαι. Να σου δώσω και τη βρώμη σου. 
 Προσπάθησα να σηκωθώ, το κεφάλι μου ξανάπεσε βαρύ στην ΄ψαθα. 
 -Άχου, Θεέ μου! Ο Καντισόν είναι άρρωστος, φώναξε ο Ιάκωβος.Μπουλάν, Μπουλάν, τρέξε γλήγορα. Είναι άρρωστος ο Καντισόν. 
 -Τι τρέχει πάλι; φώναξε ο Μπουλάν. Κι όμως, του βάλαμε το φαΐ του σήμερα.
 Πλησίασε τη φάτνη, κοίταξε μέσα και είπε: 
 -Δεν άγγιξε τη βρώμη του. Και τότε γιατί είναι άρρωστος. Τ αυτιά του είναι ζεστά, είπε πιάνοντάς τα, και τα πλευρά του χτυπούνε.
 -Τι πάει να πει αυτό, Μπουλάν; ρώτησε δακρυσμένος ο Ιάκωβος.
 -Αυτό σημαίνει κύριε Ιάκωβε, πως ο Καντισόν έχει πυρετό, ότι τον βαρυτάισες και ότι πρέπει να φέρουμε τον κτηνίατρο.
 -Και τι είναι ο κτηνίατρος; ρώτησε τρομαγμένο το παιδί.
 -Είναι ο γιατρός που κοιτάζει τα άλογα και τα γαϊδούρια. Για κοιτάξτε, κύριε Ιάκωβε, σας το είπα άλλωστε. Ο κακόμοιρος ο γαϊδουράκος έχει περάσει μεγάλη δυστυχία...Υπόφερε όλο το χειμώνα κι αυτό είναι ολοφάνερο απ' το τρίχωμά του κι από την αδυναμία του. Ύστερα, ζεστάθηκε υπερβολικά την ημέρα που γινήκαν οι αγώνες. Θα πρεπε να του δίναμε λιγοστή βρώμη και περισσότερο χόρτο, γιατί αυτό είναι που θα τον δρόσιζε, Εσείς του δώσατε, όμως, όση βρώμη ήθελε.
 -Θεέ μου, Θεέ μου, κακόμοιρέ μου Καντισόν... Θα μου πεθάνει και μάλιστα από δικό μου λάθος! φώναξε ο μικρός με λυγμούς. 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

μεταθέτοντας το αύριο στο αύριο.

επιδιώκοντας το αύριο, ακυρώνεις το αύριο.
αύριο αύριο κι αν δεν υπάρχει αύριο..λέει το τραγούδι.
Σοφιστείες, θυμωδείες ανεπαισθήτων ανέμων.
Περιστρατίζω στην σιωπή των καιρών'
αυτών των "ανέφελων" απαθών καιρών που 'χουν  το απειθάρχητο μέσα τους,
στ' ανήξερο ντι εν έι τους,
που ποιος το καθοδηγεί;
summertime blues μ' ένα σπασμένο πιάνο
και μια στραβή κιθάρα.
Φεύγεις απ' το μυαλό μου σαν τη χτεσινή βροχή στο δέντρο,
σαν την αυριανή ψιχάλα όμως ξανάρχεσαι.
Δεν ψάχνω πολλές λέξεις, μα λίγες.
Και καλές.
Ξάφνου το καλό μου φαίνεται λειψό.
Κάτι του λείπει.
ουφ.
Άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τις νύχτες...
Τις νύχτες χορεύω και μεταθέτω τ' αύριο στο αυτό που ζω.
Με καίει, με πονάει, με πάει βόλτα σε χαμερπές χαμπουργκεράδικο. μου δίνει άφεση αμαρτιών, με προφυλάσσει από θυελλώδεις ανέμους, μου κάνει τί μου κάνει... αυτό τ' αύριο που σήμερα με ταλανίζει και ξοδεύει μια στάλα ακόμη νύχτα, τώρα, για μένα...
Φτάνει, δόξα τω Θεώ.
κι επί γης ειρήνη
Αυτό το ξαναγράφω κατ' εξαίρεση επειδή το 'χω βάλει κι αλλού.
το νου σας!@.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο δέκατο.


ΤΑ ΚΑΛΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ
Έμενα, λοιπόν, μοναχός μου στο λιβάδι. Ήμουν λυπημένος' η ουρά μου μ' έκανε να υποφέρω. Αναρωτιόμουν αν δεν ήταν καλύτεροι οι γάιδαροι από τους ανθρώπους, όταν, ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι να με χαιδεύει γλυκά κι άκουσα μια ακόμη πιο γλυκειά φωνή να μου λέει.
 -Καημένε γαιδουράκο! Σου φέρθηκαν πολύ άσχημα! Έλα, κακόμοιρε, έλα στη γιαγιά. Θα σε ταίζει και θα σε περιποιείται καλύτερα από τα κακά αφεντικά σου.Φτωχό μου γαιδουράκι! Πόσο μου είσαι αδυνατισμένο! 
 ¨Εσκυψα και είδα ένα όμορφο πεντάχρονο αγοράκι. Η αδελφούλα του, που φαινόταν να είναι τριων χρονών, ερχόταν παραπίσω με την υπηρέτριά τους. Την λέγαν Ιωάννα και βλέποντάς με τον ρώτησε: 
 -Ιάκωβε, τι λες στο γαιδουράκι;
 -Του λέω, να 'ρθει στης γιαγιάς το σπίτι και να μένει εκεί. Είναι, το κακόμοιρο, ολομόναχο.
 -Ναι, Ιάκωβε, πάρτον μαζί μας. Στάσου μια στιγμούλα ν' ανέβω στη ράχη του. Βοήθησέ με παραμάνα. 
 Η υπηρέτρια την ανέβασε πάνω μου κι ο Ιάκωβος ήθελε να με πιάσει. Δεν είχα όμως χαλινάρι.
 -Στάσου μια στιγμούλα, είπε, να του δέσω το μαντήλι μου στο λαιμό.
 Ο μικρός δοκίμασε, μα ο λαιμός μου ήταν πολύ χοντρός για το μικρό μαντήλι του. H υπηρέτρια του 'δωσε το δικό της, μα κι εκείνο ήταν μικρό. 
 -Και τώρα τι θα κάουμε; ρώτησε ο Ιάκωβος έτοιμος να κλάψει. 
 -Πάμε στο χωριό, είπε η υπηρέτρια, να ζητήσουμε μια λαιμαριά ή κανένα σκοινί.
 Μα η Ιωάννα που είχε κιόλας αγκαλιάσει το λαιμό μου, φώναξε :
 -Όχι, δεν θα κατεβώ. Θέλω να μείνω πάνω στον γάιδαρο για να με πάει στο σπίτι. 
 -Μ ακόμα αφού δεν έχουμε χαλινάρια, πως θα τον οδηγήσουμε πού να περπατήσει; Βλέπεις καλά πως δεν κουνιέται. Θα 'λεγε κανείς πως είναι πέτρινος.
 -Σταθείτε μια στιγμή και θα δείτε, είπε ο Ιάκωβος.Πρώτα απ' όλα, ξέρω πως τον λένε Καντισόν. Μου το είπε η γιαγιά Τρανσέ. Θα τον χαιδέψω και θα τον φιλήσω και θα δείτε πως θα με ακολουθήσει. 
 Ο Ιάκωβος πλησίασε τ' αυτί μου και μου είπε σιγά χαιδεύοντάς με:
 -Περπάτησε, καλέ μου Καντισόν. Σε παρακαλώ πολύ, περπάτησε!
 Η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο μικρός με συγκίνησε βαθιά. Παρατηρούσα μ' ευχαρίστηση πώς, αντί νά ψάξει γιά νά βρει ξύλο για να με κάνει να ξεκινήσω, σκέφτηκε τη φιλία και την καλοσύνη. Έτσι, μόλις τελείωσε τη φράση του και σταμάτησε να με χαιδεύει, ξεκίνησα.
 -Βλέπετε πώς με κατάλαβε; Μ' αγαπάει, φωναξέ ο Ιάκωβος κατακόκκινος από χαρά και με μάτια που άστραφταν από ευτυχία. 
 Τράβηξε λίγο μπροστά για να μου δείχνει το δρόμο. 
 -Μα δεν βλέπεις ότι μ' ακολουθεί;
 -Είναι γιατί μύρισε το ψωμί που έχεις στην τσέπη σου.

στο φεγγάρι


Κέφια επουράνια. Βολικό φεγγάρι. Τ' αστέρια χορεύουνε καντρίλιες στον αυλόγυρο τ' ουρανού. Κοσμική συμμαχία. Κάπου εκεί, μες στο απέραντο, χαμένα σημεία, χαμένα στοιχεία βρίσκουν τη θέση τους συμπληρώνοντας λειψά επίπεδα και στερεοσκοπικά παζλ.  Ξεφυλλίζοντας ένα σωρό ονειροφυλλάδια με άρωμα αισιοδοξίας κι έντονα χρώματα, κλείνοντας θέση για μελλοντικές χαρές και ξενοιασιά με προκαταβολή τη σημερινή ευθυμία και μουσική, μουσική περνάει η νύχτα αυτή. Εδώ; Εκεί; Πού; Τι σημασία έχει;  Όπου και να 'ναι είναι τέλεια!! Καλημέρα!!

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

παρτιτούρα δίχως νότες.

Βράδυ σ' ένα Βόλο εκρηκτικό λόγω ποδοσφαίρου.
Σήμερα πήγε η μέρα στράφι, τίποτα δεν έκανα και με κοιτούν κάτι θλιβεροί σωροί ρούχων για τακτοποίηση αλλά 'γω δεν τους ρίχνω ούτε μια ματιά. Χαζολογάω επίτηδες και γύρω γύρω χάος!
Διακατέχομαι από μια παράξενη αίσθηση, όπως όταν ανοίγεις ένα καινούριο βιβλίο και ξεκινάς μέσ' απ' αυτό ένα ταξίδι, μια περιπέτεια, κάτι νέο. Ενδιαφέρον; Θα δείξει. 
Αποσυντονίστηκα εντελώς και πήρα των ομματιών μου, πέρασα από διάφορους και γνωστούς και κατά το βραδάκι είπα να πάω για ανθυγιεινό ματζάρε σε κάποια σουβλακερί που θέλει και μπολικούτσικο  περπάτημα. Έφτασα μετά κόπων και βασάνων για να διαπιστώσω πως είναι κλειστή, αύριο ανοίγει. Ε καλά λέω. Ας πάρω έναν υπνάκο δω έξω στις καρέκλες και τ' αύριο θα 'ρθει! Έλα όμως που δεν είχε καρέκλες η μικρή αυλίτσα, μόνο κόσμο μέσα που έκανε ετοιμασίες και καθαριότητα' να πάρει! Πήγα λίγο πιο πάνω μπας και βρω κάποιο ταβερνάκι αλλά τζίφος, τίποτε!
Εκεί που ήμουν σε τέλεια απελπισία και μα τω Θεώ δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου, σκέφτηκα "ας πάρω ένα ταξί κι όπου με βγάλει ο δρόμος!" πράγμα απαράδεκτο για μένα γιατί έχω ένα χρόνιο καυγά με τους ταξιτζήδες, χμ. Γυρνάω να κοιτάξω λοιπόν για ταξί κι ακούω ένα σιγανό κορνάρισμα και ποιον να δω! Τον ξάδελφό μου που είχε πάει σε καλοκαιρινό σινεμά και με τις φασαρίες αναγκάστηκαν να το διαλύσουν γιατί είχαν ρίξει δακρυγόνα κι ήταν αποπνικτικά. Θεόσταλτος! Χε χε ταρίφες, από μένα ούτε λεπτό! Τον απήγαγα, καλό και για τους δυο μας μιας κι αυτός ήταν καταταραγμένος -τέλεια λέξη!- απ' το όλο σκηνικό, δεν αντέχει τη βία με τίποτε και πήγαμε σ' ένα Ιταλικό εστιατόριο όπου φχαριστήθηκα ματζάρε που είναι και η σωστή λέξη, και μετά ένα γλυκό πολύ ερωτεύσιμο, ουάου!
Να κάτι τέτοιες εκπλήξεις κάνουν τη ζωή συμπαθέστερη κι ας ήταν αλμυρούτσικη η τιμή. Χαλάλι!

ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ ΔΙΧΩΣ ΝΟΤΕΣ
ασχημάτιστα, ακρογωνιαία, αδιαμαρτύρητα, ανακούρκουδα
λέξεις στον ντορβά
κολατσιό.
στο κορμί κενό.
ίσως να είναι ο αέρας που λείπει.
ίσως να είναι ο αέρας που πήρε τις νότες μ' ένα φύσημα.
ίσως ξέχασα να περπατάω
και να μετράω τα πλακάκια στα πεζοδρόμια
του πηγαιμού.
σκοπός σιωπής.
ο δρόμος έγινε χωμάτινος 
ακροθαλασσιά η πόλη κρυμμένη πίσω από δασάκι.
ωραία είναι εδώ για ένα υπνάκι.
φλοίσβος και μπλε παρατεταμένο.
μασουλίζω καραμελωμένες λεξούλες
γλυκόπιοτο, γαλήνιο, γουργουριστό, γαργαλιστικό, μεθυστικό.
μ' ένα θυμαρίσιο μαξιλάρι, όνειρο αλαφρύ.
η παρτιτούρα λευκή
έμπνευση κανείς; μοιάζει να λέει και να γελά.
αντί για νότες λέω να βάλω λέξεις
να γελάσω κι εγώ.
δυσανάγνωστες προτάσεις σε πεντάγραμμα.
στον ποδόγυρο της αντίπερα όχθης φωτοχυσίες
στο στρίφωμα της δικής μου σκέψης χνούδια
ανασαίνω οικονομικά και δεν ακουμπώ πουθενά
σταθερά με αυτόματο πιλότο χαμηλή πτήση
πνεύμα σε πλεύση
ζωή σε πορεία
χωρίς σχέδιο κανένα'
ωδή, ώθηση, ωώδες, ωρολογιακό μπαμ μπαμ μπαμ!
δίχως νότες.

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο έννατο.

ΓΑΪΔΟΥΡΟΔΡΟΜΙΑ
Ζούσα πανάθλια εξ αιτίας της εποχής. Είχα διαλέξει, για να μένω, ένα δάσος, όπου μόλις κι έβρισκα ότι χρειαζόταν για να μ' εμποδίσει από το πεθάνω από την πείνα και τη δίψα. Όταν το κρύο πάγωνε τα ρυάκια, τότε έτρωγα χιόνι κι αντί για τροφή ροκανιζα γαιδουράγκαθα και κοιμόμουν κάτω από τα έλατα. Σύγκρινα την σημερινή μου θλιβερή ζωή με κείνη που έκανα άλλοτε, όταν είχα αφεντικό μου το Γιωργάκη και ακόμη τον αγρότη που με είχε αγοράσει από τον πατέρα του. Ήμουν, τοτε, τόσο ευτυχισμένος... Τότε, που δεν είχα αφήσει τον εαυτό μου να τον πιάσει εκείνη η καταραμένη τεμπελιά, εκείνη η κακία και η εκδικητικότητα... Δεν έβρισκα, τώρα, κανένα τρόπο για να ξεφύγω απ' την κακομοιριά μου, γιατί ήθελα και να μείνω ελεύθερος και κύριος της κάθε πράξης μου. πήγαινα κάποτε - κάποτε στα περίχωρα κάποιου χωριού, που βρισκόταν δίπλα στο δάσος, για να μάθω τι γινόταν και τι κάνει ο υπόλοιπος κόσμος. Κάποια μέρα -ήταν άνοιξη και είχε καλοκαιρέψει - είδα μια κίνηση που μου προκάλεσε έκπληξη. Το χωριουδάκι είχε ατμόσφαιρα γιορτής. Περπατούσαν ομαδικά και όλοι τους είχαν φορέσει τα γιορτινά τους. Εκείνο που μου προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη, ήταν το ότι είχαν συγκεντρωθεί και όλα τα γαιδούρια της περιοχής. Κάθε γάιδαρος ήταν με το αφεντικό του που τον κρατούσε από το χαλινάρι. Ήταν όλοι τους καλοχτενισμένοι, καλοβουρτσισμένοι και πολλοί απ' αυτούς είχαν λουλούδια στο κεφάλι και τριγύρω στο λαιμό οτυς και δεν φορούσαν σαμάρι. 
 "Παράξενο! σκέφτηκα. Κι όμως, δεν είναι πανηγύριν σήμερα. Τι μπορεί να κάνουν εδώ όλοι τούτοι οι συνάδελφοί μου, έτσι καθαροί και στολισμένοι!; Πόσο καλοθρεμμένοι είναι!... Σίγουρα, τους καλοτάιζαν όλο το χειμώνα φέτος"
 Τελειώνοντας τα λόγια αυτά, έριξα και μια ματιά στον εαυτό μου. Είδα τη ράχη, τα καπούλια, την κοιλία μου τόσο αδύνατα...είδα τις τρίχες μου ακούρευτες, αχτένιστες... ένιωσα όμως πως παρόλα αυτά ήμουνα και πολύ γέρος.
 "Καλύτερα έχω, σκέφτηκα, να 'μαι άσχημος, μια και έτσι όπως είμαι, είμαι πολύ ευκίνητος και γεμάτος υγεία! Οι συνάδελφοί μου που βλέπω εδώ τόσο όμορφους, παχείς και περιποιημένους, δεν βαστούν στην κούραση και τις στερήσεις που άντεξα εγώ όλο το χειμώνα".
 Πλησίασα για να δω καλύτερα γιατί γινόταν όλη αυτή η γαιδουροσυγκένρωση, όταν, ένα από τα παιδιά που κρατούσε έναν από τους συναδέλφους μου, με είδε και άρχισε να γελά περιπαικτικά. 
 -Για κοιτάτε εδώ, παιδιά, τι σόι γάιδαρος μας ήρθε! Ω! Είναι και καλοχτενισμένος...
 -Και περιποιημένος και καλοθρεμμένος! φώναξε κάποιος άλλος. Να μας ήρθε, άραγε, για τον αγώνα;
 -Μπα! Αν επιμένει, να τον αφήσουμε να τρέξει κι αυτός, είπε κάποιος τρίτος. Δεν κινδυνεύουμε να χάσουμε και το βραβείο!
 Ένα ομαδικό γέλιο που βγήκε απ' όλων τα στόματα διαδέχτηκε τα λόγια αυτά. Είχα πειραχτεί πολύ και ήμουν πεισματωμένος, έμαθα, όμως, πως επρόκειτο να γίνει ένας αγώνας. Πότε όμως και πως θα γινόταν; Αυτό ήθελα να μάθω τώρα γι αυτό συνέχιζα ν' ακούω και να προσποιούμαι πως δεν καταλάβαινα τι λέγαν.
 -Θα ξεκινήσουμε καμιά φορά; ρώτησε κάποιος νεαρός.

I do love you. enough is enough.


κουζίνα, βράδυ. το ρολόι και το ψυγείο σε ντουέτο. πήγα σήμερα σ' ένα πάρκο απόμακρο, το πάρκο των ψηλών δέντρων. Μεγάλα, γενναία δέντρα κι όμορφα παλιομοδίτικα παγκάκια ευτυχώς ξεχασμένα απ τις νεοτερίστικες ιδιοτροπίες και τσαχπινιές, "εμπνευσμένες" ανακατασκευές των εκάστοτε δημάρχων που αποφασισμένοι να πρωτοτυπίσουν δεν αφήνουν τίποτε όρθιο.
Μετά, βρέθηκα πάλι στη θάλασσα αφού περπάτησα κάμποσο. Σήκωσε κυματάκι κι ήταν ωραία.  Στον πηγαιμό το φεγγάρι φιγουράριζε στο τζαμωτό κάποιου παράθυρου.
Σπίτι πάλι, ξετυλίγοντας το μίτο. Απολαυστικά ανούσιες νυκτοβασίες. Τίποτε. Μόνο αγκαλίτσες και χρου χρου νιάααρ. Τέτοια απείρου οξυδέρκειας. Είμαι λίγο, λιγουλάκι λυπημένη, λίγο μπλου, όχι το χρώμα επιτυχούς έκβασης απόπειρας να ξεφορτωθώ το χρόνο και τις καταστάσεις. Ένα ασυναίσθητο μπλου που χορεύει με το ηχητικό ντουέτο της κάμαρης, πάει ψηλά στο νταβάνι κι ερχεται πάλι και καθεται σιμά μου με κοιτάζει με πελώρια μάτια αθώα και κρατά τους άσσους στο μανίκι να με κατατρωπώσει αν χρειαστεί. love and other drugs. Που είναι και ταινία αλλά σ' άλλο θέμα.
Το σώμα μου είναι βαρυ σαν ποτισμένος σπόγγος. Ατσιγαρία. Αφραγκία. Απραξία. Είναι ο Αυγουστος. Κενός. Σε  παραπέμπει σε παραμύθια. Του να γυρνάς με τα καλά σου ρούχα στην παραλία και να βάζεις το ξεθωριασμενο σου φουστάνι σαν μια άλλη Σταχτομπούτα, λίγο πειρατίνα, μια θλιμμένη Μαντόνα, μια Μπουμπουλίνα.
θέλω να γράψω κάτι πιο σουρεάλ.
πχ
οι μπανάνες στο πανέρι'
τ αγιόκλημα στο παρτέρι
πόρτες κι άλλες πόρτες
πεθύμησα να σε πιώ στο ποτήρι
να σε δω και να ριγά τ οδόστρωμα
να μου δίνεις αιτείες
να καταστρέφω τη ζωή μου
και να λέω ευχαριστώ.
ευχαριστώ τη ζωή που έζησα
αφού βρέθηκα μιαν στιγμή μαζί σου
σ' ένα ανιδιοτελές ιντερλούδιο.
όλα της ζήσης δύσκολα
κι η νυφη γκαστρωμένη
της αμώμου τ αξημέρωτα
περιγιάλια και τεχνάσματα
χαλάσματα
άμα πεθάνω
και θα γίνει σήμερα, αύριο
σ' αυτό το χώρο
ποιος θα χορεύει;
χέστηκα ιδιαιτερως
αλλά
αν δεν πεθάνω
τότε πως;
με τον θάνατο
πυγμή
ροπή
αμφίδρομες πορείες
τα 'παμε.
συ κι εγώ
ζάχαρη κι αλάτι
πάει στου κουτουρού την κούτρα.
και μας αφορά....ποσώς!
πω πω ψόφησα 
ακόμη μια μέρα στ απυρόβλητο
άμα σε είδα στο γιορταστικό τότε γεια σου
οι Θεοί παίζουν μαζί σου
αλλά συ κερδίζεις
με ζάρια φτιαγμένα ή μόνο την ύπαρξή σου.
φτάνει τώρα.
φοβερό ε;

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

μέχρι το πρωί, ξανά.

Ο Αύγουστος σε αντίστροφη μέτρηση. Παράλληλη κίνηση αστεροειδών. Τζαμάικα. Ζέστη υγρή και πλούσια βλάστηση.  Θέα μηδέν. Κάπου μια θάλασσα  αενάων κυμάτων βογκά
Δε με στρέχει απόψε. Σφήνες βαθιά χωμένες στον άγρυπνο νου μου με κρατούν σταθερά σε μια εμμονή που με τ' αστραφτερό της χαμόγελο υποσκελίζει τη σκέψη. Λόγος σιωπής. Στα λάργα νερά του ένας θάνατος καραδοκά. Αστράφτει ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σταθερά, προάγγελος επικείμενης έκρηξης. 
Σαν τα κιτρινωπά σύννεφα που χουν μάζωξη βραδινή για σύγκρουση μετωπική, βροχή βροχή.
Τραχύ το χνώτο της νύχτας. Δαγκωνιές στο σβέρκο. Κι αυτή η καταραμένη υγρασία που ποτίζει τα ρούχα μου, δε με ξεπλένει απ τις αμαρτίες μου, μικρές ψηφίδες ηθελημένων κι αθελητων "λαθών" που σε μια λανθάνουσα μορφή πια ζουν στη γυάλα, ποτισμένες στο χλωροφόρμιο της μνήμης, αυτή η πυρετική υγρασία καρπώνεται τη νωθρή μου ενέργεια, την δυαλύει, την εξαφανίζει.
Η θλίψη γίνεται αιώρα' δε με νανουρίζει, μ αποκοιμίζει όμως σε ύπνο ταραγμένο, πνιγερό σαν το βράδυ αυτό.  Λιγοστό. Θρασύ. Που με σκουντά γελώντας, με ρίχνει πάλι στης αγρύπνιας τη θάλασσα, άλλη θάλασσα αυτή, να μαζεύω κοχύλια μελαγχολικά κι άριες ναυαγίων. Τιμωρία. Μαζεύω τα κομμάτια μου και μπαίνω σπίτι.
Ρούμι και κεριά π' αργολιώνουν. Τελετουργίες αλλοτρίωσης. Σ' ένα μονόπρακτο τεμπέλικη αράχνη υφαίνει μ' αργούς ρυθμούς τους στίχους της μοναξιάς μου. Για να τους τραγουδήσει η μύγα στον επιθανάτιο ρόγχο της. Στοιχειωμένο  φεγγάρι σ' έναν ουρανό αχνορόδινο.
-Το φεγγάρι λάμπει ακόμη στον πρωινό ουρανό. Βγες στο παραθύρι να το δεις.
Κοιμάσαι; Αν κοιμάσαι, τότε, θα το κρύψω στα μάτια μου να το δεις σαν ξυπνήσεις.










Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

somnio ergo sum, σουμάδες στο μπαλκόνι, βράδυ.

Σε μια μυστηριακή  εκστρατεία, στον αποχαιρετισμό, γυναίκες κρατώντας στα χέρια μεγάλα λευκά αυγά π' αχνοφέγγουν κι έχουν μέσα τους τραγούδια παραμύθια και ξόρκια σε μια προβλήτα όλες μαζεμένες, τ΄αφήνουν απ΄τα χέρια τους κι αυτά σπάζουν, χύνεται το περιεχόμενο τους χρωματιστό στη θάλασσα. Θάλασσα διάφανη και νυχτερινή που στο σκοτεινό σιωπηλό σώμα της ρυάκια κυλάνε γαλάζια, πράσινα, κόκκινα, ρόδινα, λευκά' δελφίνια π' ακουλουθάνε το γοργοτάξιδο σκαρί τ' αβέβαιου μέλλοντος  που 'χει ανοιχτεί για μια γη π' ανθρώπου μάτι δεν έχει ματαδεί, βγαλμένη από την περγαμηνή του πεπρωμένου.
Σε μιαν ακρογιαλιά μια κοπελούδα ξεχασμένη θρηνεί. Ένα χαμένο τελευταίο ραντεβού π' από ανοησία λησμόνησε και το ποίο σαλπάρισε και φεύγει. Μα το αέρι, παίρνει το κίτρινο μαντήλι των μαλλιών της, το πετά στη θάλασσα και γίνεται ψαράκι χρυσό που πάει να πει το μυστικό, να λυθεί το μαγικό.




παραθαλάσσιες όχθες της ζωής μου
αποβάθρες κι αμμουδιές
ναυαγός
θαλασσοπόρος
ψαράς
ταξιδευτής
προς κι από μια γη που με διώχνει
αγαπημένη σκληρή
σε μια ερωμένη κυκλοθυμική
μια θλιμμένη
μια από χαρά τρελή
ήρεμη κι απλή
εξοργισμένη, απειλητική
άπιστη, παραδομένη 
που μου 'χει κλέψει την ψυχή.


γηράσκω αεί διδασκόμενος.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο όγδοο.

Η ΠΥΡΚΑΪΆ 
 Μια βραδιά, εκεί που είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος, ξύπνησα από φωνές: "Φωτιά! Πυρκαϊά! Πυρκαϊά!" Ανήσυχος και τρομαγμένος, προσπάθησα, τότε, ν' απαλλαγώ από το λουρί μου που με είχαν δεμένο. Το τραβούσα μ' όλη μου τη δύναμη, κυλιόμουν κατάχαμα, το καταραμένο, όμως, λουρί δεν έσπαζε. Τότε μου 'ρθε η ιδέα να το κόψω με τα δόντια μου και το κατάφερα ύστερα από κάμποσες προσπάθειες. Η λάμψη από την πυρκαϊά φώτιζε το φτωχικό μου σταύλο. Οι φωνές και ο θόρυβος δυνάμωναν ολοένα. Άκουα τα κλάματα που κάναν οι υπηρέτες, το τρίξιμο των τοίχων, τα πατώματα σαν γκρεμίζονταν, το τριζοβόλημα που κάναν οι φλόγες. Ο καπνός έμπαινε κιόλας στο σταύλο μου και κανένας πια δε με σκεφτόταν. Κανένας τους δεν είχε την σπλαχνική σκέψη ν' ανοίξει τουλάχιστον την πόρτα, για να μπορέσω να το σκάσω. Οι φλόγες δυνάμωναν κι ένιωθα ζέστη τρομερή. Άρχιζα να πνίγομαι...
 "Πάει, τελείωσε, σκεφτόμουν, κακόμοιρέ μου Καντισόν! Είσαι καταδικασμένος να καείς ολοζώντανος! Τι απαίσιος θάνατος! Αχ, Παυλίνα μου, αγαπητή μου μικρή κυρία! Ξέχασες κι εσύ το φτωχό σου Καντισόν!
 Ό,τι, είχα, όχι πει, μα σκεφτεί τα τελευταία αυτά λόγια, και να σου η πόρτα που ανοίγει με ορμή και ακούω την τρομοκρατημένη φωνή της Παυλίνας να με φωνάζει. Ευτυχισμένος που είχα σωθεί, χύθηκα προς το μέρος της και θα περνούσαμε από την πόρτα και θα βγαίναμε, όταν ένας τρομερός θόρυβος μας ανάγκασε να στρέψουμε πίσω. Ένα κτήριο που βρισκόταν απέναντι στο σταύλο είχε κιόλας γκρεμιστεί και τα χαλάσματά του μας εμπόδιζαν να περάσουμε. Η καημένη μου η μικρή κυρία θα πέθαινε τώρα, γιατί είχε σκεφτεί να με σώσει. Ο καπνός, η σκόνη από τα γκρεμίσματα και η ζέστη μας πνιγαν.

Σασυφής 29, 30,31

Έβγαινε απ' τα χαμαιτυπεία μες στο ξημέρωμα.
Αποκλεισμένος. Απομονωμένος. Ανασφαλής.
Κι οι φάροι του πρωινού να δρομολογούν πορείες. 
Αν τα βλέπεις κάπως κι η ζωή είναι μια φιλοξενία σ' ένα πλανήτη, δεν πρέπει να πεις κάτι;
Έλα όμως που δε λες τίποτα. Γιατί το ξέρεις εκ των προτέρων. Οπότε αισθάνσου καλά και πορέψου. Τίμια πράματα με τίμια άτομα. Χωρίς γαλιφιές. Και δεν τρέχει τίποτε. Συνεννόηση. Εκτίμηση κι αγάπη. Γάτες με ροδοπέταλα.
Αυτό, δε χαλάει με τίποτα. Κι ειν ειπωμένο μετά από άπειρα τεστ. 
Άμα είσαι "έτσι κι αλλιώς" άντε μπάι. Πεθαίνεις για μένα; Μ' αγαπάς μέχρις θανάτου; Είσαι ατομάκι; Ξεπερνάς τη ζήλια να πας στην αποδοχή; Η μέρα μπαίνει με γκάζια, αχ πιάστηκε ο πισινός μου. Φτου. Τι μπλέξιμο πάλι. Πρέπει να κόψω μανίες. Τώρα. Ε! Τι νόμισες θα σ' αποχαιρετούσα έτσι απλά. Αυτό το πρωί δεν θα' μαι σπίτι. Θα χορεύω. Θα ξημεροβραδιάζομαι στο λάθος, στο σωστό κι η επικοινωνία μακριά' σημείο επαφής μηδέν. Ποτέ των ποτών ποτών. 
Μα η αγάπη υπάρχει. Βασικά υπάρχει η αντιμετώπιση. Το καλό κι ο συρφετός. Για κάποιο λόγο βάζουμε πράματα ψηλά. Είτε επικοινωνούμε, είτε όχι. Είναι θέμα αξιολόγησης.
Αξιολογούμε τα πάντα. Όλα όσα συμβαίνουν σε κάποια φάση. Απλά πράματα.
Βγαίνω απ' τη διαδικασία. Ποτίζομαι σα γλάστρα αλκοολούχα ποτά. Και τ' αποτέλεσμα. Νέα. Ωραία. Ιδεώδης. Απέθαντη. Γουστάρω. 
Σα συ φής.
Κυριακή. Τι Κυριακή και Δευτέρα και Τρίτη και Τετάρτη και τα λοιπά. Ίδιο πρότζεκτ. Πφφφ. Ίδιες ανάγκες. Σιγολάμπει η μέρα. Τσιρίζουν τα τζι τζι το ίδιο! 
Και τη μέρα μπορώ να κοιμηθώ και τη νύχτα μπορώ να κοιμηθώ. Πφφφ. Άποψη.
Ψάχνω να βρω κάτι που ξέχασα κι όταν πήγα να το βρω δε το βρήκα. Μπερδεύτηκαν οι υπάρξεις μας. Και το δικό μου και το δικό σου έχουν ταυτιστεί, έχουν ανακατευτεί τόσο που τι 'ναι το δικό σου, τι 'ναι το δικό μου... Παράξενα πράματα, οικεία πράματα. Πλάκα έχει. Είναι η ενσωμάτωση με το τοπίο. Αισθάνομαι αυτό παντού! Χε. χε. Γράψε και σκάσε!
Ο Σασυφής σιωπηλός.  Σκυφτός στο τραπέζι, τραπέζι γεμάτο χίλια πράματα αραδιασμένα σε χαρτιά.  Κι άλλα πολλά μες στο κεφάλι του που τα σέρνει σ' όλου του κόσμου τα σημεία. Αναφοράς.
Όλα αυτά ωραία και δελεαστικά.
Ποιος το 'πε; Τι 'ν τούτο; Μπορείς ν' ανταπεξέλθεις;
Επί 24ώρου βάσεως. Και χάνουμε λίγο απ' το μαγικό.


Θα σ' αγαπώ το ίδιο.
Αν αυτό σε καλύπτει σε κάτι...

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

à propos.



A! Πήραμε παραμάζωμα τα πάρκα και τις πλατείες και τρέξαμε στους δρόμους χτυπώντας τα πόδια στα μεταλλικά καπάκια της ύδρευσης κάνοντας φασαρία μεγάλη. Kλειστές βάνες σ ανέραστα σπίτια, αδιάφορα στους χτύπους και το ενθουσιαστικό μας παραλήρημα. 
Κατομμύρια άστρα μακριά σε πλανήτες πλανευτικούς, μαγικά χρώματα έξω απ το ουράνιο τόξο θρηνούν μια γη χαμένη από χέρι, ένα γαλάζιο πλανήτη σε σύθαμπο, στο αβέβαιο φως νιτρογλυκερίνης, που αν μη τι άλλο εκφράζει τον εαυτό της κι αξιοπρεπώς εκρύγνειται μέσα από γρατσουνισματα δίσκων και φωνές καιρών που το ευδιάθετο κύμα έσπαγε στις ακρογιαλιές των απανταχού ανθιζόντων ονείρων. Και μας συνέπαιρνε σε μια συναινετική απαγωγή “μπρος και την κάναμε!”
 Τώρα τι; τώρα θα μας πουν μωρούς κι άξεστους κι ηλεκτρικές φωνές μέσα από ανόητα μηχανήματα θα μπορούν ποτέ να βγάλουν πορίσματα, ποτίσματα, πονήματα για τα χάλια μας τα μαύρα, την ηττοπάθεια, το μακάρι να ξερα; εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο. Είμαστε καμίκαζοι, νιαρ ναι καμίκαζοι και πάμε στην ανηφόρα τη μεγάλη και ξωπίσω μας παπαγάλοι σ εκτυφλωτικά χρώματα με ζουζουνενια παρακρουστικά κρουστά και λιποθυμούσες κιθαύρες σαν κορίτσια στην πρώτη συνουσία κι αγόρια στο πρώτο “ανάθεμα την ώρα” πένθος ματαιοδοξίας.
Νανούρισματα θυμού. Κατασκευασμένα από θεωρήματα ισοσκελών παρασπονδιών. Όταν το φεγγάρι φαντάζει τελάστιο μα δεν είναι, μοιάζει σα δαγκωμένο μπισκότο και ποιος ο κλέφτης; κι η άρνηση δηλώνει υποταγή, υποταγή στο πρόσταγμα μιας άλλης φωνής, ξένης, που παίρνει τα μπαγκάζια μας αδιαμαρτύρητα σαν φιλόπονος αχθοφόρος που θέλει ένα χαμόγελο, ένα φχαριστώ για να γυρίσει σπίτι πλήρης ευχαρίστησης και να πάρει ένα υπνάκι στο πόδι, ν ανασυντάξει δυνάμεις για να κουβαλήσει δίχως δισταγμό την παλιά πιανόλα στα βουνά των αποδιοργανωμένων μας ευχαριστιών, τότε τι;
Περπατάμε στους δρόμους των προπατόρων, κι η Εύα, η έβγα της γειτονιάς κλειστή, το έβγα στο παραθύρι κρυφά απ τη μάνα σου να κρυφοκοιτάει, εδώ. Κοτσίδες χύνονται, μια ανάβαση στο κάστρο των τυφλών συνειρμών, των απονενοημένων διαβημάτων, των φιλιών που ρθαν αργά, αραμπάς περνά.
Αδέλφια μου αλήτες πουλιά και ταμ ταμ ταμ που χει γενέθλια όπου να ναι, γενέθλια μιας αγάπης αξεπέραστης απ τη ύπαρξή του. Μ' αντέχουμε τις αγάπες;
Δω δεν αντέχουμε τον εαυτό μας, τον εαυτούλη μας, δεν τον κανακεύουμε φαίνεται όπως πρέπει. Θέλει τις σιωπές του ο άνθρωπας και τις αβεβαιότητες του, μπαγκάζια για τα νησιά. -αχ πεθύμησα ένα σχόλιο από αντιποίηση αρχής, ψέματα να πω, όχι-
έχω μια ανάγκη, πέρα απ την ομήγυρη, ν αγαπώ τους σκατζόχοιρους και τους απαταχού ενταγμένους στα υπερκόσμια.
Και τώρα μες στην ασαρία και τον ορυμαγδό, ακόμα και τώρα δεν πουλώ αγάπη.
αγάπη είν' τούτο.
το καλημέρα
με ντελείες και τριαξονικά'
με λάθη και σωστά πολλά.
Πάλι εδώ
χτυπώντας τα καπάκια ύδρευσης
μεταλλικό τζα στη μέρα π ορμά
χα χα
αμετανόητος ναι.
αδιάβαστος ποτέ!


η μουσική είναι από την playlist psychedelic

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

αισιόδοξη καλημέρα.

Statue of Ganesha, Ayurveda Center
West 96th Street, Upper West Side
New York, September 2007

“The god of good luck
the remover of obstacles”
απαγωγή ανάρτησης  από αυτό το φωτογραφικό λεύκωμα

Σασυφής 87 παλιό

Βραδάκι στ' άσπρο σπιτάκι.
Καταλάγιασε η φασαρία. Κόσμος πολύς απ' το πρωί, αυτοκίνητα, ομπρέλες, ρακέτες, ζέστη μουλιασμένη σ' αντηλιακο, χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Κατάσταση π' ανάγκασε το Σασυφή και το σκύλο του να ταμπουρωθούν στο σπίτι. Τώρα που ησύχασε ο τόπος κι ήρθε η νύχτα στη γη, μουσικούλα και παράθυρα ανοιχτά. Χορεύει ο Σασυφής με μια αόρατη ντάμα λατίνικους χορούς. Κέφι. Ήρθε η Κούβα στο σπιτάκι. Με κρουστά, τσα τσα τσα και γαρδένιες που μοσχοβολάνε δακρυσμένες. Χορεύει μέχρι τελικής πτώσης - βουτιάς στη νυχτερινή θάλασσα' αυτό είναι μπάνιο! Ο σκύλος τον περιμένει στην αμμουδιά. Τέτοια ώρα δεν βρέχει τις πατούσες του. Κολυμπά ο Σασυφής και μια ολίγη από φεγγάρι του κλείνει τσαχπίνικα το μάτι. Γυρνάν και πάλι στο σπιτάκι. Te quiero, te adoro τραγουδά μια νοσταλγική φωνή. Σνακ και κράσος ψυχρός και λευκός. Γραψίματα.
ΑΠΟΦΕΥΓΩ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ. 
ΑΠΟΦΕΥΓΩ ΤΙΣ ΚΑΚΟΤΟΠΙΕΣ.
ΒΗΜΑ ΤΟ ΒΗΜΑ.
ΕΤΣΙ ΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟ Η ΜΟΥΣΙΚΗ. 
ΑΦΗΝΟΜΑΙ. ΓΕΙΩΝΟΜΑΙ. ΖΑΛΙΖΟΜΑΙ.
ΑΠΟΦΕΥΓΩ ΝΑ ΘΥΜΑΜΑΙ.
ΞΕΧΝΩ.
ΤΩΡΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΩ ΛΙΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑΚΙΑ.
ΠΡΕΠΕΙ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΓΚΡΕΜΙΖΩ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΕΙ.
ΕΚΡΥΚΤΙΚΕΣ ΥΛΕΣ ΣΕ ΔΡΑΣΗ.
ΜΠΑΜ ΣΚΡΑΤΣ ΜΠΟΥΜ.
ΖΖΖΑΛΙΣΤΗΚΑ. 
ΖΑΛΟΥΡΑ. ΤΣΙΟΥ.
ΑΧΟΡΤΑΣΙΑ.
ΧΟΡΕΥΩ ΞΑΝΑ. ΑΠΟΤΕΛΜΑΤΩΝΟΜΑΙ.
ΦΙΝΕΤΣΑΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ.
ΧΟΡΕΥΩ ΔΙΧΩΣ Ν' ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ.
ΣΤΡΟΒΙΛΙΖΟΜΑΙ, ΖΟΥΡΛΑΙΝΟΜΑΙ, ΟΝΕΙΡΟΒΑΤΩ.
ΚΙ ΟΛΟ ΛΕΩ ΔΕ ΘΑ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, ΘΑ ΖΩ ΜΟΝΟ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ.
ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΜΟΥ ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΚΑΡ-ΦΙ ΓΙΑ ΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ.
ΣΤΑ ΚΡΥΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΠΟΛΩΝ 
(- χορεύουμε; 
 - παρακαλώ!)
ΣΤΑ ΖΕΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ.
ΠΑΡΑΛΟΓΟ.
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ.
Άντε καλέ μου Μόμπι Ντικ πήγαινε τη βόλτα σου, μακάρι να μπορούσα να σου δώσω το κλειδί της δικαιωματικής ευτυχίας σου. Αλλά ξέμεινα σ' αδιέξοδα παραδρομάκια χρόνια πολλά χωρίς χάρτη. Και τώρα την κοπάνησα. Τσιγάρα καίγονται, κρασιά τελειώνουν, μουσική χάδι, μουσική σφαλιαρίτσα απ' ανένταχτη μουσίτσα, ωπ! για να 'ρθω στα ίσα μου.
Έβγαλε ο γαιδαράκος το σαμάρι. κυλιέται στο τρυφερό χορτάρι. Η μοναξιά σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένη. Στη γωνία! Τιμωρία!
'Εγιν' η μουσική αεράκι, πάει στο Ντουμπάι, παίρνει μύρο, το σκορπάει, κάνει κορίτσια κι αγόρια ν' αναστενάζουν. Μ' ένα νυχτερινό όνειρο, μια ονείρωξη, μια σπίθα - χορό. Αλισβερίσια φιλιών κι αναστεναγμών, μικρών μεγάλων ηδονικών σπαραγμών, Νύχτα λάβρα. Απορία. Έκσταση. Μουχαμέτι.
Μυροβόλος η έρως. Αυτή η ακατανίκητη πεθυμησιά για συνουσίες, πεμπτουσίες. Χουρ χουρ, χρου χρου  και χοροί - χωρεί εδώ καλοδιαθεσία και φαντασία.
Πετά η νύχτα στις σκεπές και τις ταράτσες. Ανακατώνει τα κεραμίδια και τις μπουγάδες, μαζεύει δυόσμο απ' τις γλάστρες. Απειθάρχητη νύχτα. Συνομωτεί με τ' άστρα. Μπατσίζει τους άπιστους μ' ερωτικούς καημούς, τους τιμωρεί με διονυσιακούς χορούς. Γίνεται τίγρη εξημερωμένη, ένας θηλυκός ήλιος για τους αγαπημένους, τους μονιασμένους. 
Θολό το μυαλό. Εικόνα μια. Χέρι χέρι μέχρι την αυγή.
ΤΑΛΑΤΑΚ ΤΑΚ ΤΑΚ. 
Χτυπάν τα τακουνάκια σου στη σκέψη μου. 
Γελούνε τα χειλάκια σου.
Δερβισοδέρνομαι γύρω απ' τ' όνομά σου μέχρι να ξημερώσει.
Ο σκύλος την έκανε. "Σ' είδα, μ' είδες, γεια!"
 Α! Παναγιά! Συ πέθανες κι γώ αναστήθηκα. Δεν τολμώ να κουνηθώ. Η θάλασσα γυαλί, μου κόβει την ψυχή. Το ξημέρωμα - ημέρωμα. 
Είπα να τρατάρω τον άγγελό μου. 
Άσπρο ψωμί και μέλι. Γλύκα στο φαρμάκι.
ΚΙ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΥΜΠΟΡΙΑΣ
ΟΡΘΗ Η ΜΕΡΑ ΜΕ ΚΟΙΤΑ.
ΑΝΗΛΙΑΓΑ ΒΑΘΗ ΤΡΕΧΟΥΝ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΚΑΙ ΧΑΝΟΝΤΑΙ.
ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΧΤΩΣΙΑ ΦΩΝΕΣ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΛΗΜΕΡΙΖΟΝΤΑΙ.
Η ΖΩΗ ΡΟΥΦΑ ΑΠ' ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΤΟ ΤΣΙΜΠΗΜΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ,
ΤΟ ΦΤΥΝΕΙ ΚΙ ΕΓΩ ΞΕΠΝΟΟΣ.
ΞΑΜΟΛΥΜΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΙΔΙΑΡΙΖΟΥΝ.
Η υπέργηρη κυρία έχει κατέβει στην ακρογιαλιά. Απλώνει την πετσέτα της, βάζει το σκουφάκι της με τα λουλουδάκια και πάει για κολύμπι.
Ο Σασυφής μπλεγμένος με την κουνουπιέρα ζωγραφίζει γκράφιτι με σπρέυ πολύχρωμα σε δρόμους μουντούς και γκρίζους.
Ένταση, απολύτρωση.
Σ' ένα όνειρο πια.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο έβδομο.


ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ
Ένας κύριος και μια κυρία με αγόρασαν, τούτη τη φορά. Είχαν ένα δωδεκάχρονο, πάντα άρρωστο κορίτσι, που υπόφερε κι έπληττε μαζί. Ζούσε στην εξοχή μοναχό του γιατί δεν είχε αποκτήσει φιλενάδες της ηλικίας του. Ο πατέρας της δεν ασχολούταν μαζί της. Η μητέρα της την αγαπούσε αρκετά, δεν μπορούσε όμως να τη βλέπει ν' αγαπά άλλον κανένα, ακόμα και τα ζώα. Παρ' όλα αυτά σκέφτηκε, μια που ο γιατρός είχε διατάξει ψυχαγωγία, πως οι περίπατοι που θα 'κανε καβάλα σε γάιδαρο θα την διασκέδαζαν πάρα πολύ. Η μικρή μου κυρία ονομαζόταν Παυλίνα, ήταν λυπημένη και συχνότατα άρρωστη. Πολύ γλυκιά, πολύ καλή και πολύ όμορφη. Κάθε μέρα ανέβαινε στη ράχη μου. Την πήγαινα για περίπατο από τους πιο ωραίους δρόμους στα πιο όμορφα δασάκια απ' όσα γνώριζα. Στην αρχή, κάποιος υπηρέτης ή κάποια γυναίκα την συνόδευαν. Ύστερα, σαν είδαν πόσο ήμερος ήμουν, καλός και περιποιητικός για τη μικρή μου κυρία, την άφηναν μόνη. Με ονόμασε Καντισόν κι από τότε το όνομα τούτο μου έμεινε. 
-Πήγαινε περίπατο με τον Καντισόν, της έλεγε ο πατέρας της. Μ' ένα τέτοιο γαιδουράκο, δεν υπάρχει κανένας φόβος. Είναι μυαλωμένος όσο κι ένας άνθρωπος και θα τα καταφέρει, σίγουρα, να σε ξαναφέρει στο σπίτι.
 Βγαίναμε λοιπόν μαζί. Όταν κουραζόταν να περπατά, πήγαινε δίπλα σ' οποιοδήποτε υψωματάκι ή κατέβαινα σε κανένα λακουβάκι για να μπορεί ν' ανεβει καλύτερα στη ράχη μου. Πήγαινα δίπλα στις φουντουκιές που ήταν φορτωμένες με φουντούκια και την περίμενα, για να τα μαζεύει μ' όλη της την ησυχία. Η μικρή μου κυρία μ' αγαπούσε πολύ, μα φρόντιζε, με χάιδευε. Όταν έκανε κακοκαιρία και δεν μπορούσαμε να βγούμε, ερχόταν να με δει στο σταύλο. Μου 'φερνε ψωμί, πράσινο χορτάρι, λαχανόφυλλα, καρόττα. Έμενε μαζί μου πολύ, αρκετές μάλιστα ώρες και μου μιλούσε νομίζοντας πως δεν την καταλάβαινα. Μου διηγόταν τις λύπες της, κάπου - κάπου κλαίγοντας κιόλας.
-Αχ, καημενούλη μου Καντισόν, μου 'λεγε. Είσαι γαϊδουράκι και δεν μπορείς να με καταλάβεις. Κι όμως, είσαι ο μοναδικός μου φίλος, γιατί σε σένα μόνο μπορώ να λέω ό,τι σκέφτομαι. Η μαμά μου μ' αγαπά, είναι όμως ζηλιάρα. Θέλει να μην αγαπώ κανέναν άλλο εκτός από κείνην. Δεν ξέρω κανένα άλλο πρόσωπο που να 'χει και τη δική μου ηλικία και στεναχωριέμαι. πλήττω! Πλήττω!