Τόση ηρεμία.
Σαν έσπασα τ' αυγό και βγήκα στη λαμπερή μέρα.
Θρυμματισμένες μνήμες παίζουν blackjack
Ποντάρουν σε μια προκυμαία, μια συνάντηση.
Στο 21 η τράπουλα έγινε γέφυρα. Μια μακριά λεπτεπίλεπτη γέφυρα π' ενώνει γαλαξίες. Κι εγώ στην ακρίτσα ενός άστρου. Εγώ. Εύσχημο. Ευσχημισμός. Εγώ που.
Παρουσία αστραπή σαν την αντανάκλαση σε παράθυρο εν κινήσει.
Αφήνω το σώμα μου στον ήλιο και το βλέμμα μου στην αναζήτηση της εμφάνισής σου.
Το θα 'ρθεις.
Από κάπου;
Θ' αναδυθείς μες στο νου μου;
Ηρεμία. Τα κόκκινα φύλλα του απέναντι δέντρου κι εγώ.
Εγώ πάλι.
Εγώ, αγκρρρρρ.
Να διαχέομαι σαν το φακελάκι του τσαγιού στο μεσημέρι.
Ήχος ανατολικός, χτυπά απαλά το σήμαντρο της μεσημβρίας.
Μεσημεριανό στον ισημερινό.
Τύχη κι απόπειρες αυτοκτονίας' το τελευταίο ρουσφέτι στη γαμημένη ζωή που δε μου κάνει τη χάρη και μ' αφήνει να περπατάω στον αέρα κι ας μην υπάρχει σκοινί, μπουγαδόσκοινο, μήτε του κρεμασμένου, τίποτε βρε!
Ανακοινώσεις αφίξεων - αναχωρήσεων. Μα που να πας;
Το λιοντάρι μου, λέω, μ' αγαπά. Μα μην είναι μόνο η σκιά μου; Μπορώ, πιστεύω να ταξιδέψω τη σκιά μου. Μου το επιτρέπει.
Μεσημέρι.
Τυλιγμένο summer roll σε ζέστη και ξεφυσήματα λεωφορείων. Γκουχ γκουχ.
Παραπέρα σ' ένα κιόσκιι φρέσκοι χυμοί αλλά τους παρακάμπτω, πάω για άμεση σύνδεση με υποτυπώδη ζωή. Που, γάμησέ τα, δεν την έμαθα ποτέ' από παιδί με τη στολή και τα τσαρούχια. Αυτά τα αντιαισθητικά παπούτσια για στραβόξυλα. 'Και ξύλο απελέκητο να 'σουν, κάτι θα 'χες μάθει"
Αμ δε!
Η συννεφιά, ποια συννεφιά, συννεφιά σαν τουλπάνι ψιλή, το φως αναλλοίωτο, γλυκό, γλυκό φως.
τέλος
άντε παιδιά να πιάσουμε τα κουπιά, τις κουτάλες. Ντάλιασε το μεσημέρι, πεινάει ο λαός.
Σαν έσπασα τ' αυγό και βγήκα στη λαμπερή μέρα.
Θρυμματισμένες μνήμες παίζουν blackjack
Ποντάρουν σε μια προκυμαία, μια συνάντηση.
Στο 21 η τράπουλα έγινε γέφυρα. Μια μακριά λεπτεπίλεπτη γέφυρα π' ενώνει γαλαξίες. Κι εγώ στην ακρίτσα ενός άστρου. Εγώ. Εύσχημο. Ευσχημισμός. Εγώ που.
Παρουσία αστραπή σαν την αντανάκλαση σε παράθυρο εν κινήσει.
Αφήνω το σώμα μου στον ήλιο και το βλέμμα μου στην αναζήτηση της εμφάνισής σου.
Το θα 'ρθεις.
Από κάπου;
Θ' αναδυθείς μες στο νου μου;
Ηρεμία. Τα κόκκινα φύλλα του απέναντι δέντρου κι εγώ.
Εγώ πάλι.
Εγώ, αγκρρρρρ.
Να διαχέομαι σαν το φακελάκι του τσαγιού στο μεσημέρι.
Ήχος ανατολικός, χτυπά απαλά το σήμαντρο της μεσημβρίας.
Μεσημεριανό στον ισημερινό.
Τύχη κι απόπειρες αυτοκτονίας' το τελευταίο ρουσφέτι στη γαμημένη ζωή που δε μου κάνει τη χάρη και μ' αφήνει να περπατάω στον αέρα κι ας μην υπάρχει σκοινί, μπουγαδόσκοινο, μήτε του κρεμασμένου, τίποτε βρε!
Ανακοινώσεις αφίξεων - αναχωρήσεων. Μα που να πας;
Το λιοντάρι μου, λέω, μ' αγαπά. Μα μην είναι μόνο η σκιά μου; Μπορώ, πιστεύω να ταξιδέψω τη σκιά μου. Μου το επιτρέπει.
Μεσημέρι.
Τυλιγμένο summer roll σε ζέστη και ξεφυσήματα λεωφορείων. Γκουχ γκουχ.
Παραπέρα σ' ένα κιόσκιι φρέσκοι χυμοί αλλά τους παρακάμπτω, πάω για άμεση σύνδεση με υποτυπώδη ζωή. Που, γάμησέ τα, δεν την έμαθα ποτέ' από παιδί με τη στολή και τα τσαρούχια. Αυτά τα αντιαισθητικά παπούτσια για στραβόξυλα. 'Και ξύλο απελέκητο να 'σουν, κάτι θα 'χες μάθει"
Αμ δε!
Η συννεφιά, ποια συννεφιά, συννεφιά σαν τουλπάνι ψιλή, το φως αναλλοίωτο, γλυκό, γλυκό φως.
τέλος
άντε παιδιά να πιάσουμε τα κουπιά, τις κουτάλες. Ντάλιασε το μεσημέρι, πεινάει ο λαός.