Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

βολτίτσα

Με βαρέθηκε η καρέκλα. "Άντε σύρε μια βόλτα να πάρεις λίγο αέρα" μου έδωσε σήμα μ' ένα γκρινιάρικο τρίξιμο. Κι επειδή είναι καλή μαζί μου, την αφήνω να ξεκουραστεί και πάω μια βόλτα "να με δει ο Θεός".  Αδειάζει μ' εντατικούς ρυθμούς η πόλη, παρόλα αυτά σε κάποιες γειτονιές οι άνθρωποι έχουν τις παραδοσιακές πια πλαστικές πολυθρονίτσες τους έξω στο δρόμο και κουβεντιάζουν, παρακάτω ένας παππούς στην αυλή του μισοκοιμάται μπρος στην τηλεόραση, μια γυναίκα ποτίζει τις γλάστρες της σ' ένα βεραντάκι και κουβεντιάζει με την απέναντι που κάθεται στο πεζούλι της εισόδου του δικού της σπιτιού, πιτσιρικάδα παίζει στο παρκάκι και ζευγαράκια έχουν άλλους τρυφερούς μπελάδες στα παγκάκια σε μια γωνιά του κάπως πιο σκοτεινή, ανάμεσα σε δέντρα κι αναρριχητικά φυτά. Μικρό καφενείο στη μια μεριά απ' το παρκάκι με τραπεζάκια μπρος στο μαγαζί και στην άλλη μεριά του δρόμου, πλάι στην πρασινάδα. Ένα ζευγάρι εξυπηρετεί τους πελάτες. Κάθομαι και παραγγέλνω μια μπύρα που απ' ότι βλέπω είναι το ποτό με τη μεγαλύτερη πέραση. Ένας μικρούλης, λίγο νυσταγμένος, ο γιος τους μάλλον με ρωτά αν θέλω μεζέ με τη μπύρα και πως να του χαλάσω το χατήρι. Η μπύρα περίφημα παγωμένη. Κι ο μεζές συμπαθητικός' σπιτικές τηγανιτές πατάτες, κεφτεδάκια και ντομάτα από μπακτσέ. Απολαμβάνω αυτές τις μοναχικές στιγμές. Δεν έχει μουσική μάλλον για να μην ενοχλείται η γειτονιά. Δυο τραπέζια παραπέρα κάθεται κι ένας άλλος μοναχικός τύπος, που τα 'χει τα χρονάκια του, με πέντ' έξι άδεια μπουκάλια μπύρας μπροστά του. Μιλάει με κάποιον συνομιλητή αθέατο σ' όλους εμάς, του υπενθυμίζει πολλά και διάφορα, τον ρωτά "κι εσύ τι λες;" μετά ακούει, απαντάει κι η κουβέντα συνεχίζεται. Πότε πότε προσπαθεί να μπερδευτεί με την παρέα που 'ναι δίπλα του σχολιάζοντας μια λέξη που πήρε τ' αυτί του, αλλά δε του δίνουν σημασία κι έτσι παραγγέλνει ξανά πιοτό. Το ρίχνει λίγο στο τραγούδι αλλά του κάνουν παρατήρηση, τον μαλώνουν σα να 'ναι παιδί κι αυτός παραμερίζει, δεν αντιδρά. Γεμίζει το ποτήρι του και ξαναρχινά να μιλά με τον αόρατο φίλο του . Πληρώνω και φεύγω,  Στο σπίτι μουντή βραδινή ζέστη. Παίρνω ένα βιβλίο που αποδεικνύεται πολύ νανουριστικό και κοιμάμαι σαν πουλάκι. Μικρές μελωδίες τρέχουν στο μυαλό μου, χαρούμενες, λίγο φλύαρες, με συντροφεύουν...


4 σχόλια:

  1. Σαν τον Παναγιωτάκη, τον ήρωα απ' τα Χταποδάκια του Καραγάτση, σαν, μετά από κείνη την εκδίωξή του απ' τον καφενέ, νά'μαθε, να μην επιμένει για συντροφιά και μόνος του πλέον να μιλά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. όπως λέμε βόλτα;
    γεια σου Πέτρο με τα ωραία σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. cristina γεια.
    Μεγάλη αδιαφορία γεννάει στην ψυχή των ανθρώπων που τη δέχονται αυτή η κοντόφθλμη αντιμετώπιση από τους τρίτουσ, πικραμένη αδιαφορία. Αλλά και με τι πείσμα να μη το δείξουνε συνεχίζουν να μιλούνε με τους αόρατους σα να μην έγινε τίποτε..
    μεσημέριασε κι η κατσαρόλα άδεια, πολύ ωραία. πάω στο μανάβη. Σεις τι τρώτε σήμερα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή