Ο ΚΑΝΤΙΣΟΝ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΕΙ
Την άλλη μέρα δεν θα 'χα άλλη δουλειά, εκτός από το βγω περίπατο με τα παιδιά για μια ώρα. Έφτασε ο Ιάκωβος για να με ταΐσει και, παρά τις υποδείξεις του Μπουλάν, μου έδωσε τόση βρώμη, όσο για να χορτάσουν τρεις γάιδαροι μαζί που θα 'χαν το ίδιο μπόι με μένα. Την έφαγα όλη και ήμουν ευχαριστημένος. Την τρίτη, όμως, ημέρα, ένιωσα να 'μαι κάπως κακοδιάθετος. Είχα πυρετό, με πονούσε το κεφάλι και το στομάχι μου, δεν μπορούσα να φάω άλλη βρώμη, μα ούτε και σανό κι έμεινα ξαπλωμένος στην ψάθα.-Για κοίταξε, ο Καντισόν είναι ακόμα ξάπλα, είπε ο Ιάκωβος όταν ήρθε να με δει και πρόσθεσε: Άντε, καλέ μου Καντισόν, ώρα για να σηκώνεσαι. Να σου δώσω και τη βρώμη σου.
Προσπάθησα να σηκωθώ, το κεφάλι μου ξανάπεσε βαρύ στην ΄ψαθα.
-Άχου, Θεέ μου! Ο Καντισόν είναι άρρωστος, φώναξε ο Ιάκωβος.Μπουλάν, Μπουλάν, τρέξε γλήγορα. Είναι άρρωστος ο Καντισόν.
-Τι τρέχει πάλι; φώναξε ο Μπουλάν. Κι όμως, του βάλαμε το φαΐ του σήμερα.
Πλησίασε τη φάτνη, κοίταξε μέσα και είπε:
-Δεν άγγιξε τη βρώμη του. Και τότε γιατί είναι άρρωστος. Τ αυτιά του είναι ζεστά, είπε πιάνοντάς τα, και τα πλευρά του χτυπούνε.
-Τι πάει να πει αυτό, Μπουλάν; ρώτησε δακρυσμένος ο Ιάκωβος.
-Αυτό σημαίνει κύριε Ιάκωβε, πως ο Καντισόν έχει πυρετό, ότι τον βαρυτάισες και ότι πρέπει να φέρουμε τον κτηνίατρο.
-Και τι είναι ο κτηνίατρος; ρώτησε τρομαγμένο το παιδί.
-Είναι ο γιατρός που κοιτάζει τα άλογα και τα γαϊδούρια. Για κοιτάξτε, κύριε Ιάκωβε, σας το είπα άλλωστε. Ο κακόμοιρος ο γαϊδουράκος έχει περάσει μεγάλη δυστυχία...Υπόφερε όλο το χειμώνα κι αυτό είναι ολοφάνερο απ' το τρίχωμά του κι από την αδυναμία του. Ύστερα, ζεστάθηκε υπερβολικά την ημέρα που γινήκαν οι αγώνες. Θα πρεπε να του δίναμε λιγοστή βρώμη και περισσότερο χόρτο, γιατί αυτό είναι που θα τον δρόσιζε, Εσείς του δώσατε, όμως, όση βρώμη ήθελε.
-Θεέ μου, Θεέ μου, κακόμοιρέ μου Καντισόν... Θα μου πεθάνει και μάλιστα από δικό μου λάθος! φώναξε ο μικρός με λυγμούς.
-Όχι κυρ Ιάκωβε, δεν θα πεθάνει γι αυτό... Πρέπει, όμως, να τον βάλουμε πάνω στο γρασίδι και να του πάρουμε αίμα.
-Και θα πονέσει όταν θα του παίρνετε αίμα; ξαναρώτησε ο μικρός κλαίγοντας.
-Α μπα! Καθόλου! Θα το δεις, άλλωστε, κι ο ίδιος! Μάλιστα θα του πάρω τώρα αμέσως αίμα, προτού φτάσει ο κτηνίατρος.
-Δεν θέλω να το δω, δεν θέλω!φώναξε ο Ιάκωβος κι έφυγε τρέχοντας. Είμαι βέβαιος πως θα πονέσει.
Στο μεταξύ ο Μπουλάν πήρε ένα νυστέρι, μου τ' ακούμπησε στη φλέβα του λαιμού και μ' ένα μικρό σφυράκι το χτύπησε ελαφρά. Αμέσως το αίμα μου τινάχτηκε.Καθώς έτρεχε, ένιωθα να ξαλαφρώνω κάπως.Το κεφάλι μου δεν ήταν τόσο βαρύ όσο πριν, δεν ζαλιζόμουν, δεν πνιγόμουν. Σε λίγο σηκώθηκα. Ο Μπουλάν σταμάτησε τότε το αίμα, μου 'δωσε πιτουρόνερο και σε μια ώρα μ' άφησε στο λιβάδι. Ήμουν τώρα καλύτερα, βέβαια, μα δεν είχα γίνει κι εντελώς καλά. Χρειάστηκαν για να συνέλθω άλλες οχτώ μέρες. Σ' όλο τούτο το διάστημα, ο Ιάκωβος κι η Ιωάννα με περιποιήθηκαν με τόση καλοσύνη, που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Έρχονταν για να με δουν αρκετές φορές την ημέρα. Μου κόβαν χορτάρι για να με γλιτώσουν απ τον κόπο να σκύψω για να το δαγκώσω, μου φέρναν λαχανόφυλλα, κουνουπίδια, καρόττα, με βάζαν κάθε βράδυ οι ίδιο νωρίς στο σταύλο κι έβρισκα πάντα τη φάτνη μου γεμάτη μ' ότι μ' άρεσε: πατατόφλουδες αλατισμένες κι άλλα πολλά. Μάλιστα, κάποια μέρα, ο καλός αυτός Ιάκωβος θέλησε να μου φέρει και το μαξιλάρι του, γιατί, καθώς έλεγε, το κεφάλι μου έπεφτε πιο χαμηλά καθώς κοιμόμουν. Μια άλλη φορά, η Ιωάννα θέλησε να με σκεπάσει με το πάπλωμά της, για να 'μαι ζεστός τη νύχτα. Τέλος, μια άλλη φορά, δέσαν γύρω στα πόδια μου μάλλινα υφάσματα, από φόβο να μην κρυώσω. Λυπόμουν που δεν μπορούσα να τους εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, μια που τα χε φέρει η κατάρα να τα καταλαβαίνω όλα, δίχως όμως να μπορώ να μιλήσω και να τους τα πω. Στο τέλος, έγινα καλά κι έμαθα πως σχεδίαζαν να κάνουν μια εκδρομή με γάιδαρο στο δάσος μαζί με τα εξαδέλφια τους.
καλησπέρα στο Βολο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήειναι η ωρα της ημέρας, που και οι δυο είμαστε ακμαίοι!! :)
καλο σαββατόβραδο!! :)
καλό βραδάκι Ηλία
ΑπάντησηΔιαγραφήνα περάσεις όμορφα.