νύχτες θολές σε κρημνώδεις ακτές
βοεί το πέλαγος και σιέται ο τόπος
δυστυχία κι ευτυχία μαζί στο γκρεμνό
ποιος σέρνει το χορό;
ο άνεμος καθιστός σ΄ένα ψηλό βωμό
κοιτά κατά την αυγή, της γνέφει
μ' αυτή δεν τον προσέχει, γνέθει
σύννεφα, φως κι ίσκιους μικρούς
πάει στο βεστιάριο φορεί το φόρεμά της
ξυπόλητη πατά στην πάχνη, πάει στην πόλη.
Σήμερα, λέω, το πήρα το μάθημά μου.
Έτσι στα ξεκούδουνα έφαγα μια φάπα. Ήταν αναπόφευκτο; ΄Ηταν αυθόρμητο ή προσχεδιασμένο; Ότι και να ήταν, τώρα είναι κάτι άλλο. Ήταν εκεί που πας μες στη τρελή χαρά και πέφτεις σε μια τρύπα. Τώρα, μες στην τρύπα αναρωτιέμαι τι γυρεύω εδώ. Ας πάρω μια τελευταία φεγγαροαχτίνα ν' ανεβώ. Μα το φεγγάρι, λιγοστό, ήρθε κι έφυγε νωρίς, αχ εσύ φταις! και μέσα στο σκοτάδι βγήκε το κακό συναπάντημα. Εκείνο που καθώς πλησιάζει ανατριχιάζεις. Και μόλις τ' αντικρίσεις νομίζεις πως έγινε λάθος, αλλά μόνο το νομίζεις. Και λες, λέω τρέχα, τρέχα μες στην τρύπα. Και τρέχω δίχως να κοιτάζω μπροστά μου και πέφτω. ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΡΓΑ. Η τρύπα της τρύπας. Υπόγεια σε πολλά επίπεδα.. Πρώτο υπόγειο, δεύτερο υπόγειο, τρίτο υπόγειο και πάει λέγοντας. Κι ασανσέρ πουθενά. Και μια πόρτα που δεν είναι πόρτα, είναι μόνο μια προβαλλόμενη εικόνα από μια μηχανή π' αλλάζει εικόνες με ξερά κλατς. Άμα ανοίξω τα μάτια θα βρεθώ στο κρεβάτι μου ή δεν είναι όνειρο; Θα βρω πάλι το κομοδίνο μου, το δωμάτιό μου, κι αν ανοίξω την πόρτα άραγε θα υπάρχει το χωλ κι η κουζίνα, θα 'χει καφέ το ντουλάπι; που είναι η γάτα; τι έπαθε ο πίνακας ζωγραφικής σηκώνομαι αλλά το σπίτι ασταθές, σαν τραμπάλα και δεν ξέρω πως να προχωρήσω χωρίς ν' αναποδογυριστούν όλα. Ψάχνω για τεχνάσματα, αναρωτιέμαι τι θέλει εκείνο το εκκρεμές σ' ένα τοίχο που δε θυμάμαι να υπάρχει, γιατί το φως έχει ιριδίζοντες λαμπυρισμούς, γιατί φοράω μια κάλτσα στο ένα πόδι, θα έπρεπε να βάλω ακόμη μία ή να την βγάλω; Πάω να κάνω ένα πήδο, χάνω την ισορροπία μου και κουτρουβαλάω, κουτρουβαλάω την ώρα που το ξυπνητήρι χτυπάει. Ανοίγω διστακτικά μισό μάτι, ένα μάτι, χωλ μες απ' τη μισάνοιχτη πόρτα. Το γνωστό χωλ. Από τη σκάλα, μέσα απ' ένα καθρέφτη μπαίνει το πρωινό φως, πολύ απαλό ακόμη.Σηκώνομαι προσεκτικά αλλά το πάτωμα είναι σταθερό. κάνω ένα δυο βήματα δοκιμαστικά, ακόμη ένα δύο, προχωράω κανονικά ναι εδώ είναι κι η κουζίνα, το μπρίκι, το φίλτρο του νερού στη βρύση, ο βασιλικός στο παράθυρο, η γάτα να με κοιτά καλά καλά. Βάζω το νερό στο μάτι και στέκομαι δίπλα στο νεροχύτη περιμένωντας να ζεσταθεί αλλά κάτι είναι κρύο σήμερα στην καρδιά μου. Κι ο φταίχτης άφαντος. Λέω καλημέρα στη ζάχαρη και δίνω ένα φιλί σε μια αμαρτωλή σοκολάτα για ώρα ανάγκης στο ψυγρίο. Καφεδάκι τώρα. Γεια και χαρά σ' όποιον φεύγει και δίνει κι περίτεχνες μούτζες, καλημέρα σ' όλους τους άλλους.
Τυχαίο το τραγουδάκι; Δε νομίζω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΛες ο Λατίνος; Μπα, δε θά'ταν τότε ο στίχος αγγλικός...
έτσι είναι οι φάπες...έρχονται εκεί που δεν τις
ΑπάντησηΔιαγραφήπεριμένεις, εκτός κι αν πηγαίνεις γυρεύοντας...
αλλά και πάλι την ακριβή στιγμή δε μπορείς να
την ξέρεις...
σαν μικρού μήκους φιλμ νουάρ το κείμενό σου
Σάμερ...που ίσως ξανοίγει λίγο στο τέλος, και
καλά κάνει, λίγη αισιοδοξία λείπει τόσο πολύ...
μου άρεσε.
καλημέρα !
μαλλον ακους πολυ αγγελακα
ΑπάντησηΔιαγραφήμπονζούρ Christina, Άσε το Λατίνο. Είναι λάβερ υψηλών ταχυτήτων. Πάντως για τα κυβικά μου δεν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό αλλού έφαγα τη φάπα αλλά άδικα. Ωχ τώρα! Θα πατάξω τη θλίψη μου με παγωτό φράουλα με αρίστης ποιότητος κούκιιιζ. Χμ.
Στο μπλογκ σου αγιάσατε σερί, κάτσε να 'ρθω ν' ανάψω ένα κερί.
what happens, you're sad, why?
ΑπάντησηΔιαγραφήgreg
Οδυσσέα, Οδυσσέα. θα γίνω Καλυψώ..
ΑπάντησηΔιαγραφή....Κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη,
και μοσχοβόλαγε ένα γύρω το νησί,
που καίγονταν ο κέδρος ο καλόσχιστος κι η θούγια.
Γύρω από τη σπηλιά θρασομανούσε δάσος με λεύκες, σκλήθρες,
κυπαρίσσια μυριστά. Πουλιά με τα φτερά τους τεντωμένα,
τώρα πάνω στους κλώνους κουρνιάζουν: γεράκια,
κουκουβάγιες και μακρύγλωσσες θαλασσινές κουρούνες...
Κι εκεί μπροστά να περιβάλλει τη βαθιά σπηλιά
μια νιούτσικη και καρπερή κληματαριά, σταφύλια φορτωμένη.
Τέσσερις κρήνες στη σειρά να τρέχουν, στο πλάι η μια της αλληνής,
κι όμως η καθεμιά αλλού το γάργαρο νερό της να ξεδίνει.
Στις δυο μεριές λιβάδια μαλακά μ' άγριες βιολέττες
κι άγρια σέλινα. Κι ένας Θεός αν ερχόταν εδώ,
κοιτάζοντας αυτό της ομορφιάς το θαύμα, θα γέμιζε
αγαλλίαση η ψύχη του.
ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ Η ΕΥΤΥΧΙΑ, ΜΕΓΑΛΗ Η ΖΩΗ..
Πέτρο:
ΑπάντησηΔιαγραφήακούω φωνές!! χι χι.
Όχι βρε!
αυτές τις μέρες να πω την αλήθεια, δεν ακούω τίποτε!
Να ξελαμπικάρει λίγο το αυτί.
hello Greg, how are you?
ΑπάντησηΔιαγραφή...Έμεινε εκεί ο Ερμής,
ΑπάντησηΔιαγραφήψυχοπομπός κι αργοφονιάς,
το θαύμα να κoiτάζει
Κι όταν ο νους του χόρτασε θαυμάζοντας,
το βλέμμα του γυρίζοντας παντού,
μπήκε κατόπι στη φαρδιά σπηλιά.
Στιγμές η Ευτυχία
αλλα κι η Ζωή...
μη νομίζεις...
δεν είναι και σαν την
Πελοπόννησο !
σαν την Ωκεανία μήπως;
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου μπλουζ μου! Φιλοξενώ κόσμο για το Σ/κ και τώρα κάθησα για λίγο. Είχα μπει και νωρίτερα αλλά δεν πρόλαβα να περάσω από εσένα. Και τώρα οι υπόλοιποι θέλουν να πάμε στο Ναύπλιο για παγωτό. Ε, δεν μπορώ να αντισταθώ. Θα πάω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλί.
ΥΓ. το κείμενό σου θα το διαβάσω από Δευτέρα από ότι προβλέπεται. Μην κάνεις πολλές αναρτήσεις για να τα προλάβω.
Κι άλλο φιλί.