Ήμασταν έξι γάιδαροι αραδιασμένοι στην αυλή και ήμουν ένας από τους ομορφότερους και τους πιο δυνατους. Τρεις κοπελίτσες μας φέραν σανό σε μια σκάφη. Τρώγοντας, άκουσα τα παιδιά να μιλούν.
-Σε λίγο, παιδιά, είπε ο Κάρολος, θα διαλέξουμε τους γαιδάρους μας. Εγώ, πρώτος απ' όλους, θα πάρω αυτόν (και μ' έδειξε με το δάχτυλό του).
-Εσύ πάιρνεις, πάντα, ότι νομίζεις πως είναι το καλύτερο, είπαν τα άλλα πέντε παιδια. Να τραβήξουμε κλήρο.
-Όπως θέλετε, είπε ο Κάρολος, να βγάλουμε κλήρο, Καρολίνα. Μπορούμε, όμως, να βάλουμε τους γαϊδάρους μέσα σε μια σακούλα και να τραβήξουμε ένα για τον καθένα σα να 'ταν σβώλοι;
-Χα! Χα! χα! γέλασε ο Αντώνης. Βλάκας είσαι να θέλεις να βάλεις τους γαϊδάρους σε σακούλα; Μπορούμε, όμως, να τους αριθμήσουμε ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, να βάλουμε μετά τα χαρτάκια με τους αριθμούς σ' ένα σακούλι και να τραβήξει στην τύχη ο καθένας μας, τον δικό του.
-Αλήθεια, έτσι θα γίνει! φώναξαν τα άλλα πέντε παιδιά. Ερνέστο, γράψε τους αριθμούς στα χαρτιά, ενώ εμείς θα γράφουμε τους ίδιους αριθμούς στα καπούλια των γαιδάρων.
"Τι βλάκικα παιδιά είναι αυτά, σκέφτηκα. Αν είχαν το απλό μυαλό ενός γαϊδάρου, αντί να κάθονται να γράφουν αριθμούς στα καπούλια και στις πλάτες μας, θα μας αράδιαζαν απλά σ' ένα τοίχο. Ο πρώτος μας, θα ήταν το ένα, ο δεύτερος το δύο, ως το τέλος".
Στο αναμεταξύ, ο Αντώνης είχε βρει ένα κομμάτι κάρβουνο. Ήμουν ο πρώτος, όπου κι έγραψε ένα πελώρια ένα στα καπούλια μου. καθώς έγραψε το δύο στη ράχη του διπλανού μου, τινάχτηκα, λίγο δυνατά κάπως, για να δείξω πως η εφεύρεσή του δεν ήταν τόσο σπουδαία. Και εκείνο το ένα που είχε γράψει επάνω μου σβήστηκε.
-Ηλίθιε, φώναξε, θα με κάνεις να το ξαναγράψω.
Ενώ ξανάγραφε το ένα, ο διπλανός μου γάιδαρος, που είχε δει τι έκανα εγώ και που ήταν πονηρός, τινάχτηκε με τη σειρά του. και να που σβήστηκε και το δύο. Ο Αντώνης άρχισε να θυμώνει. Οι άλλοι γελούσαν και τον κορόιδευαν. Έκανα νόημα στους συντρόφους μου να τον αφήσουν να τελειώσει τη δουλειά του. Κανένας μας δεν κουνήθηκε. Ήρθε, σε λίγο κι ο Ερνέστος με τα χαρτάκια αριθμημένα και βαλμένα στο μαντήλι του. Τράβηξαν, όλοι, από ένα. Κάνω νόημα στους συντρόφους μου κι αρχίζουμε να τιναζόμαστε όλοι πιο δυνατά. Πάνε οι αριθμοί που είχαν γραφτεί με καρβουνόσκονη. Πρέπει, τώρα, να ξαναρχίσουν να τους γράφουν. Τα παιδιά θυμώνουν ολοένα και περισσότερο. Ο Κάρολος το παίρνει απάνω του και φουσκώνει.
-Δεν τα 'λεγα εγώ;
Ο Ερνέστος, ο Άλμπερτ, Η Καρολίνα, η Σεσίλ και η Λουίζα, τα βάζουν με τον Αντώνη που, ντροπιασμένος, αρχίζει να χτυπά το πόδι του κάτω. Βρίζονται δυνατά και εγώ και οι σύντροφοί μου αρχίζουμε να γκαρίζουμε. Η φασαρία τραβάει την προσοχή των γονιών τους, που τρέχουν να δουν τι συμβαίνει. Τους εξηγούν. Κάποιος απ' τους μπαμπάδες τους σοφίζεται, τέλος, να μας βάλουν αραδιαστά στον τοίχο. Και λέει στα παιδιά να τραβήξουν τους κλήρους.
-Ένα φωνάζει ο Ερνέστος και είχα βγει εγώ.
-Δύο, λέει η Σεσίλ και πήρε ένα απ' τους φίλους μου.
-Τρία ο Αντώνης.
Συνέχισε, έτσι, ως το τέλος.
-Ας ξεκινήσουμε τώρα, είπε ο Κάρολος. Εγώ θα βγω πρώτος.
-Μπα! θα τα καταφέρω να σε φτάσω, του απάντησε ο Ερνέστος.
-Στοιχηματίζω όχι! φώναξε ο Κάρολος.
-Κι εγώ στοιχηματίζω, ναι! του απάντησε δυνατά ο Ερνέστος.
Και να, που ο Κάρολος, χτυπά τον γάιδαρό του και ξεκινά καλπάζοντας. πρωτου΄βρει ο Ερνέστος τον καιρό να με χτυπήσει με το καμτσί, ξεκινάω μόνος μου με ορμή και προφταίνω τον Κάρολο που έτρεχε μα τον γάιδαρό του. Ο Ερνέστος ενθουσιάστηκε. Ο Κάρολος θυμώνει και ξαναχτυπά το δικό του. Ο Ερνέστος δε χρειαζότανε να με χτυπήσει γιατί έτρεχα με όλη μου τη δύναμη. Πήγαινα σαν τον άνεμο. Σε ένα λεπτό μέσα είχα ξεπεράσει τον Κάρολο. Άκουα, πίσω μου, τους άλλους που ακολουθούσαν. να φωνάζουν και να χαχανίζουν.
-Μπράβο στο γάιδαρο νούμερο ένα! Εύγε του, τρέχει σαν άλογο!
Το φιλότιμο μου δίνει κουράγιο. Συνεχίζω να καλπάζω, όταν φτάσαμε σ' ένα γεφυράκι, όταν σταμάτησα ξαφνικά. Είχα δει πως μια από τις φαρδιές σανίδες του ήταν σάπια και δεν είχα τη διάθεση να πέσω στο νερό με τον Ερνέστο. Σκέφτηκα να γυρίσω αμέσως, πίσω, πρός τους άλλους.
-Ντε, ντε, γαϊδουράκο μου, μου φώναξε ο Ερνέστος. Στο γεφύρι, φιλαράκι, στο γεφύρι...
Αντιστάθηκα, όμως, και μου δίνει μια κλωτσιά.
Εγώ συνεχίζω το δρόμο μου, προς τη μεριά των άλλων.
-Ξεροκέφαλε, χαμένε! Θα γυρίσεις επιτέλους να διαβούμε το γεφύρι;
Προχωρώ πιο γλήγορα προς το μέρος των άλλων και τους φτάνω, παρόλα τα χτυπήματα και τις βρισιές του κακού αυτού παιδιά.
-Γιατί χτυπάς το γάιδαρό σου, Ερνέστο; ρωτά η Καρολίνα. Κι όμως, είναι εξαιρετικός. Έτρεχε σαν το άλογο και ξεπέρασε τον Κάρολο.
-Τον χτυπώ γιατί είναι ξεροκέφαλος και δεν εννοεί να περάσει το γεφύρι. Εκτός από αυτό γύρισε και πίσω, φώναξε ο Ερνέστος.
-Μπα, είναι γιατί είναι ολομόναχός του. τώρα που είμαστε όλοι μαζί, θα το περάσει το γεφύρι, μαζί με όλους τους άλλους.
"Τους κακομοίρηδες! σκέφτηκα. Θα πέσουν όλοι τους στο ποτάμι. Πρέπει να τους κάνω να δουν το κακό!"
Και να, που ξεκινώ, πάλι, καλπάζοντας προς τη μεριά του γεφυριού, ενώ ο Ερνέστος φαίνεται ικανοποιημένος και τα παιδιά φωνάζουν γεμάτα χαρά.
Τρέχω στη γέφυρα και φτάνοντας εκεί, σταματώ απότομα σα να με έχει πιάσει φόβος. παραξενεμένος ο Ερνέστος με πιέζει να συνεχίσω. Οπισθοχωρώ με φοβισμένο ύφος και κάνω τον Ερνέστο να εκπλήσσεται ακόμη περισσότερο. Το κουτό παιδί δε έβλεπε ακόμη τίποτε. Κι όμως, η σάπια σανίδα φαινόταν ολοκάθαρα. Οι άλλοι, πάλι, που είχαν φτάσει στο μεταξύ, βλέποντας τις προσπάθειές του Ερνέστο να με κάνει να περάσω και τις δικές μου να μην περάσω, ήταν σκασμένοι στα γέλια. Στο τέλος, κατέβηκαν όλοι απ' τα γαϊδούρια τους κι άρχισαν να με σπρώχνουν και να με δέρνουν αλύπητα. Εγώ δεν το κουνούσα.
-Τράβα του την ουρά! φώναξε ο Κάρολος. Τα γαιδούρια είναι τόσο ξεροκέφαλα που, όταν κάνει κανένας να τα κάνει να πάνε πίσω, εκείνα προχωρούν.
Και να τους που όλοι προσπαθούν να μου αδράξουν την ουρά. Αμύνομαι κλωτσώντας. Με χτυπούν, όλοι μαζί μα εγώ δε το κουνάω ρούπι.
-Περίμενε, Ερνέστο, είπε ο Κάρολος. Θα περάσω εγώ πρώτος και, φυσικά, θα με ακολουθήσει και ο γάιδαρός σου.
Τραβάει για να προχωρήσει. Μπαίνω ανάμεσά του και στο γεφύρι. Αρχίζει να με κλωτσά και να με χτυπά. Τι να κάνω πια; Οπισθοχωρώ.
"Στο κάτω- κάτω, αν το κακό αυτό παιδί θέλει να πνιγέι, ας πνιγεί. Έκανα ότι μπορουσα για να το σώσω. Ας πιει όσο νερό θέλει εφόσον το γυρεύει μόνος του".
Μόλις ο γάιδαρος πάτησε το σάπιο σανίδι, σπάει τούτο αμέσως και, νάσου ο Κάρολος με το γάιδαρό του στο νερό. Για τον σύντροφό μου, δεν υπήρχε κίνδυνος κανένας, γιατί ξέρει κολύμπι όπως όλοι οι γαιδαροι. Ο Κάρολος, όμως, καθώς βυθιζόταν, χτυπιόταν και φώναζε, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ' τη άσκημη θέση.
-Κανένα κοντάρι! Ένα κοντάρι! φώναζε.
Τα παιδιά στρίγγλιζαν κι άρχισαν να τρέχουν σ' όλες τις μεριές. Τέλος, η Καρολίνα, βρήκε πεταμένο, κάπου εκεί κοντά, ένα μακρύ κοντάρι, το άρπαξε κι έδωσε τη μια την άκρη στον Κάρολο. Αυτός την επιασε αμέσως. Με το βάρος του, όμως, άρχισε να παρασέρνει και την Καρολίνα, που, αμέσως, φώναξε: "Βοήθεια!" Τρέξαν γλήγορα Ο Ερνέστος, ο Αντώνης και Ο Αλμπέρ. Με αφάνταστο κόπο, καταφεραν αν σύρουν έξω τον κακόμοιρο τον Κάρολο. που είχε πιει, στο μεταξύ, τόσο νερό, όσο για να μην ξαναπιεί για άλλες δέκα μέρες. Ήταν και μουσκεμένος απ' την κορφή ως τα νύχια. Όταν τον είδαν τα παιδιά άρχισαν να γελούν με τα χάλια που είχε. Ο Κάρολος θύμωσε πολύ. Τα παιδιά τότε πήδησαν πάνω στα γαιδούρια τους και τον συμβούλεψαν γελώντας να γυρίσει στο σπίτι του, για ν' αλλάξει ρούχα. Ανέβηκε, βρεμένος κάθως ήταν, στο γάιδαρό του. Από μέρος μου, γελούσα κι εγώ με τη σειρά μου, γιατί είχε γελιοποιηθεί πάρα πολύ. Το ρέμα του είχε πάρει το καπέλο και τα παπούτια του. Έσταζε ολόκληρος. Τα μαλλιά του καλλούσαν στο πρόσωπό του κι ο θυμός που τον είχε πιάσει, τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο γελοίος. Τα παιδιά γελούσαν, ακόμη, και οι σύντροφοι μου πηδουσαν και τρέχαν για να δείξουν κι αυτοί την ευθυμία τους.
Πρέπει να προσθέσω πως ο γάιδαρος του Κάρολου δεν ήταν, στους υπόλοιπούς μας, καθόλου αγαπητός, γιατί ήταν καυγατζής, λιχούδης και πολύ φαντασμένος, πράγμα που είναι σπάνιο ανάμεσα σε γαιδάρους.
Τέλος, ο Κάρολος εξαφανίστηκε. Τα παιδιά και οι σύντροφοί μου ησύχασαν. Ο Καθένας τους με χάιδεψε, θαυμάζοντας την εξυπνάδα μου. Ξεκινήσαμε πάλι, όλοι, έχοντας επικεφαλής εμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου