Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο πέμπτο.

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ
Περπατούσαμε με βήμα και πλησιάζαμε στο κοιμητήριο του χωριού, που απέχει κάπου μια λεύγα από το σπίτι. 
-Αν γυρίζαμε, είπε η Καρολίνα, θα ξαναπέρναμε το δρόμο που οδηγεί στο δάσος;
-Και γιατι; ρώτησε η Σεσίλ.
-Γιατί δε μου αρέσουν τα νεκροταφεία, απάντησε η Καρολίνα.
-Και γιατί να μη σου αρέσουν τα νεκροταφεία; ξαναρώτησε η Σεσίλ περοπαικτικά. μήπως, γιατί φοβάσαι εκείνους που βρίσκονται σ' αυτά; 
-όχι, μα γιατί σκέφτομαι τους δυστυχισμένους που είναι θαμμένοι εδώ και με πιάνει λύπη.
 Τα παιδιά κορίδευαν την καρολίνα και περνούσαν εξεπίτηδες κολλητά στον τοίχο. Σε λίγο, θα την προσπερνούσαν όλα, όταν, ξαφνικά, η Καρολίνα, που φαινόταν ανήσυχη, σταμάτησε το γάιδιαρό της, πήδησε κάτω κι έτρεξε προς τα κάγκελα του νεκροταφείου. 
-Τι κάνεις, Καρολίνα; Που πας; φώναξαν τα παιδιά. 
 Εκείνη, ούτε τους απάντησε. έσπρωξε, βιαστικά, την καγκελόπορτα, μπήκε, κοίταξε τριγύρω της κι έτρεξε προς τη μεριά ενός τάφου, που μόλις είχε σκεπαστεί.
 Ο Ερνέστος, που την ακολουθούσε ανήσυχος, την έφτασε ακριβώς τη στιγμή που έσκυβε πάνω στον τάφο, για να σηκώσει ΄πενα παιδάκι τριών χρονών, που το 'χε ακούσει να κλαίει. 
-Τί έχεις, μικρούλη μου, γιατί κλαις; 

 Το παιδάκι συνέχισε να κλαίει με λυγμούς κι ούτε απάντησε. Ήταν ομορφούλικο, μα ντυμένο με κουρέλια.
-Πώς βρίσκεσαι ολομόναχο εδώ, παιδί; τον ρώτησε η καρολίνα.
-Μ' άφησαν εδώ και πείνάω.
-Και ποιος σ' άφησε εδώ; 
-Οι άνθρωποι που ήρθαν μαζί μου. Πεινάω.
-Ερνέστο, τρέχα φέρε τίποτε να δώσουμε στο φτωχό αυτό παιδάκι. Θα το ρωτήσουμε να μάθουμε μετά, γιατί καίει και γιατί βρίσκεται μοναχό του εδώ.
 Ο Ερνέστος έτρεξε να φέρει το καλαθάκι με τα τρόφιμα των παιδιών, ενώ η Καρολίνα προσπαθούσε να παρηγορήσει το παιδί. Σε λίγο, ο Ερνέστος ξαναφάνηκε, μαζί με τ' άλλα παιδια, που τα είχε σπρώξει και η περιέργεια. Έδωσαν στο παιδάκι κοτόπουλο, ψωμί και νερό. Καθώς εκείνο έτρωγε, τα δάκρυά του άρχισαν να στεγνώνουν και ξάβρισκε σιγά- σιγά το χαρούμενο παιδικό του ύφος. Τέλος, όταν σταμάτησε να τρώει πια, η Καρολίνα τον ρώτησε πώς βρισκόταν εκεί. 
-Βάλανε κάτω από αυτό το χώμα τη γιαγιά μου. Και περιμένω να ξαναβγέί.
-Κι ο μπαμπάς σου;
-Δεν ξέρω. Δεν έμαθα ποτέ που βρίσκεται.
-Η μαμά σου;
-Δεν ξέρω. Κάποιοι άνθρωποι την βάλανε κι εκείνη στο χώμα, όπως και τη γιαγιά μου.
-Και ποιος φροντίζει για σένα;
-Κανένας.
-Ποιος σου φέρνει να τρως;
-Κανένας. Βυζαίνω μόνο την παραμάνα.
-Που είναι αυτη η παραμάνα σου;
-Εκεί, στο σπίτι. 
-Και τι κάνει;
-Περπατάει και τρώει χορτάρι.
-Χορτάρι;
 Τ' άλλα παιδιά άρχισαν να κοιτάζονται με μεγάλη έκπληξη. 
-Τρελό είναι το παιδάκι; τη ρώτησε η Σεσίλ.
-Δεν ξέρει τι λέει. Είναι μωρό ακόμη, είπε ο Αντώνης.
-Και γιατί να μη φροντίσει να σε πάρει από δω η παραμάνα σου; ξαναρώτησε η Καρολίνα. 
-Δε μπορεί, δεν έχει χέρια.
 Η περιέργεια των παιδιών αρχίζει να κορυφώνεται.
-Και πως σε σηκώνει τότε;
-Ανεβαίνω εγώ στη ράχη της, απάντησε το παιδι.
-Και θα κοιμάσαι, βέβαια, δίπλα της.
-Ω, όχι, θ' αρρωστήσω τότε.
-Μα που κοιμάται τότε; Δεν έχει κρεβάτι;
Το παιδάκι άρχισε να γελά.
-Όχι. Κοιμάται πάνω σε μια ψάθα.
-Τι θέλει να μας πει μ' όλα τούτα; είπε ο Ερνέστος.Για πες του να μας πάει στο σπίτι του, για να δούμε και την παραμάνα του. Εκείνη θα μας τα εξηγήσεις όλα αυτά.
-Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτε είπε κι ο Αντώνης.
-Μπορείς να μας πας σπίτι σου, μικρούλη μου; ρώτησε η Καρολίνα.
-Ναι! Να όχι ολομόναχος, γιατί φαβάμαι τους ανθρώπους που μου πήραν τη γιαγιά μου να την φέρουν εδώ. Έχει πολύ κόσμο στο δωμάτιο της γιαγιάς μου. 
-Θα 'ρθούμε εμείς μαζί σου, είπε η Καρολίνα. Δείξε μας από που να πάμε.
 Η κοπελίτσα ξανανέβηκε στο γάιδαρό της και πήρε το παιδάκι στα γονατά της. Της έδειχνε το δρόμο και σε πέντε λεπτά φτάσαμε, όλοι μαζί, στην πόρτα της γριάς Τιμπώ, που είχε πεθάνει από την προηγούμενη μέρα και τη θάψαν εκείνο το πρωί. Το παιδάκι έτρεξε στο σπίτι φωνάζοντας δυνατά: "Παραμάνα! Παραμάνα!" 
Μια κατσίκα πετάχτηκε ξαφνικά απ' το σταύλο κι έτρεξε προς το παιδί, δείχνοντας τη χαρά της που το ξανάβλεπε, με χίλια πηδήματα και χάδια. Το παιδάκι την αγκάλιασε, τη φίλησε και της είπε :
-Παραμάνα μου, πεινώ!
Η κατσίκα ξάπλωσε στο χώμα. Το παιδάκι έπεσε τότε δίπλα της κι άρχισε να βυζαίνει σα να μην είχε φάει καθόλου, λίγο πριν. 
-Να πως εξηγείται το ζήτημα της παραμάνας, είπε ο Ερνέστος. Τι θα γίνεί, όμως, τώρα το παιδί;
-Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ' άλλο από το να το αφήσουμε εδώ με την κατσίκα του, είπε ο Αντώνης, μα τα παιδιά όλα μαζί τον αποδοκίμασαν αμέσως.
-Θα ήταν τρομερό ν' αφήναμε μόνο του το μικρό αυτό, γιατί αν του λείψει αργότερα κάθε φροντίδα, σίγουρα θα πεθάνει, είπε η Καρολίνα.
-Και τι θέλετε να του κάνουμε, είπε ο Αντώνης. Μπορείς εσύ που μιλάς και κάνεις τηη έξυπνη, να το πάρεις στο σπίτι σου;
-Βεβαιότατα. Θα παρακαλέσω τη μαμά να ρωτήσει και να μάθει ποιο είναι τούτο το παιδί, κι αν έχει γονείς. Στο μεταξύ, θα το πάρωμε και στο σπίτι.
-Κι η εκδρομή μας με τους γαιδάρους; ξανάπε ο Αντώνης. Θα γυρίσουμε όλοι μας πίσω με τα ζώα;
-Όχι κι έτσι, απαντάει η Καρολίνα. Ο Ερνέστος μόνο θα 'χει την καλοσύνη να με συνοδέψει. Εσεις οι υπόλοιποι θα συνεχίσετε την εκδρομή που αποφασίσαμε να κάνουμε. Είστε τέσσερις και μπορείτε να κάνετε και δίχως εμένα και τον Ερνέστο. 
-Έχει δίκιο στο κάτω - κάτω, είπε ο Αντώνης. Άντε, ξανανεβείτε στους γαιδάρους μας να συνεχίσουμε.
 Φύγαν όλοι τους αφήνοντας την καλή μας Καρολίνα με τον εξάδελφό της τον Ερνέστο.
-Πόσο ευχαριστημένη είμαι που μ' άκουσα και δεν άρχισαν να με πειράζουν καθώς περνούσαμε απ' το νεκροταφείο, είπε η Καρολίνα. Έτσι, μπόρεσα κι εγώ ν' ακούσω τα κλάμματα του παιδιου. Αλλιως, θα περνούσαμε χωρίς να το αντιληφθώ κι έτσι το παιδί θα περνούσε όλη τη νύχτα επάνω στο χώμα του βρεγμένου τάφου.
 Ο Ερνέστος, καθώς θα θυμάστε, ήταν καβάλα πάνω στη ράχη μου. Κατάλαβα, με τη συνηθισμένη μου εξυπνάδα, πως θα 'πρεπε να φτάσουνε το γρηγορότερο στο σπίτι. Άρχισα, για τούτο, να καλπάζω, ο σύντροφός μου μ' ακολουθούσε πιστά κι έτσι φτάσαμε μέσα σε μισή ώρα. Τρόμαξαν εκεί, στην αρχή, γιατί είχαμε γυρίσει πίσω τόσο απότομα. Η Καρολίνα διηγήθηκε στους δικούς της τι είχε συμβεί με το παιδί. Η μητέρα της δεν ήξερε στην αρχή τι να κάνει. Η υπηρέτριά τους, όμως, προσφέρθηκε να κρατήσει εκείνη το παιδί και να το αναθρέψει μαζί με το δικό της, που ήταν αγόρι και είχαν την ίδια ηλικία. Η μητέρα δέχτηκε την προσφορά της. Ρώτησε στο χωριόπως ονομαζόταν το παιδί και το που βρισκόταν οι γονείς του. Έμαθε πως ο πατέρας του είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν και μετά έξι μήνες και η μητέρα του. Το παιδί είχε μείνει στα χέρια της γιαγιάς του, που ήταν κακιά και φυλάργυρη. Ήταν αυτή ακριβώς που είχε πεθάνει την προηγου΄μενη μέρα. Κανένας δεν είχε σκεφτεί τι θ' απογινόταν το παιδί, που είχε ακολουθήσει τη νεκρόκασα της γιαγιάς του στο νεκροταφείο. Η γιαγια, όμως, αυτή έιχε κάποια περιουσία κι έτσι το παιδάκι δεν ήταν κι ολωσδιόλου φτωχό. Φέραν και την κατσίκα στην υπηρέτρια που το ανέλαβε κι έτσι αυτή το ανέθρεφε μαζί μα το δικό της, κάνοντάς το, καθώς μεγάλωνε, καλόν άνθρωπο. Τον άντρα αυτόν τον ξέρω, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν από τότε. Τον λένε Ζαν Τιμπώ, δεν έκανε ποτέ του κακό σε ζώο, πράγμα που δείχνει πως έχει καλή καρδιά. Και, ακόμα μ' αγαπά πολύ. Και μ' αυτό δείχνει πως μαζί με τ' άλλα είναι κι έξυπνος.   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου