Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο έβδομο.


ΤΟ ΜΕΝΤΑΓΙΟΝ
Ένας κύριος και μια κυρία με αγόρασαν, τούτη τη φορά. Είχαν ένα δωδεκάχρονο, πάντα άρρωστο κορίτσι, που υπόφερε κι έπληττε μαζί. Ζούσε στην εξοχή μοναχό του γιατί δεν είχε αποκτήσει φιλενάδες της ηλικίας του. Ο πατέρας της δεν ασχολούταν μαζί της. Η μητέρα της την αγαπούσε αρκετά, δεν μπορούσε όμως να τη βλέπει ν' αγαπά άλλον κανένα, ακόμα και τα ζώα. Παρ' όλα αυτά σκέφτηκε, μια που ο γιατρός είχε διατάξει ψυχαγωγία, πως οι περίπατοι που θα 'κανε καβάλα σε γάιδαρο θα την διασκέδαζαν πάρα πολύ. Η μικρή μου κυρία ονομαζόταν Παυλίνα, ήταν λυπημένη και συχνότατα άρρωστη. Πολύ γλυκιά, πολύ καλή και πολύ όμορφη. Κάθε μέρα ανέβαινε στη ράχη μου. Την πήγαινα για περίπατο από τους πιο ωραίους δρόμους στα πιο όμορφα δασάκια απ' όσα γνώριζα. Στην αρχή, κάποιος υπηρέτης ή κάποια γυναίκα την συνόδευαν. Ύστερα, σαν είδαν πόσο ήμερος ήμουν, καλός και περιποιητικός για τη μικρή μου κυρία, την άφηναν μόνη. Με ονόμασε Καντισόν κι από τότε το όνομα τούτο μου έμεινε. 
-Πήγαινε περίπατο με τον Καντισόν, της έλεγε ο πατέρας της. Μ' ένα τέτοιο γαιδουράκο, δεν υπάρχει κανένας φόβος. Είναι μυαλωμένος όσο κι ένας άνθρωπος και θα τα καταφέρει, σίγουρα, να σε ξαναφέρει στο σπίτι.
 Βγαίναμε λοιπόν μαζί. Όταν κουραζόταν να περπατά, πήγαινε δίπλα σ' οποιοδήποτε υψωματάκι ή κατέβαινα σε κανένα λακουβάκι για να μπορεί ν' ανεβει καλύτερα στη ράχη μου. Πήγαινα δίπλα στις φουντουκιές που ήταν φορτωμένες με φουντούκια και την περίμενα, για να τα μαζεύει μ' όλη της την ησυχία. Η μικρή μου κυρία μ' αγαπούσε πολύ, μα φρόντιζε, με χάιδευε. Όταν έκανε κακοκαιρία και δεν μπορούσαμε να βγούμε, ερχόταν να με δει στο σταύλο. Μου 'φερνε ψωμί, πράσινο χορτάρι, λαχανόφυλλα, καρόττα. Έμενε μαζί μου πολύ, αρκετές μάλιστα ώρες και μου μιλούσε νομίζοντας πως δεν την καταλάβαινα. Μου διηγόταν τις λύπες της, κάπου - κάπου κλαίγοντας κιόλας.
-Αχ, καημενούλη μου Καντισόν, μου 'λεγε. Είσαι γαϊδουράκι και δεν μπορείς να με καταλάβεις. Κι όμως, είσαι ο μοναδικός μου φίλος, γιατί σε σένα μόνο μπορώ να λέω ό,τι σκέφτομαι. Η μαμά μου μ' αγαπά, είναι όμως ζηλιάρα. Θέλει να μην αγαπώ κανέναν άλλο εκτός από κείνην. Δεν ξέρω κανένα άλλο πρόσωπο που να 'χει και τη δική μου ηλικία και στεναχωριέμαι. πλήττω! Πλήττω!

 Και κλαίγοντας η Παυλίνα με χάιδευε. Την αγαπούσα κι εγώ και τη λυπόμουν πολύ τη καλή μου αυτή δυστυχισμένη μικρούλα, Όταν βρισκόταν δίπλα μου, φρόντιζα να μην κουνιέμαι, από φόβο μήπως την πατήσω με τα πόδια μου. 
 Μια μέρα, είδα την Παυλίνα να 'ρχεται κοντά μου χαρούμενη.
-Καντισόν, Καντισόν, φώναξε, η μαμά μου μου χάρισε ένα μενταγιόν, που έχει μέσα μια τούφα από τα μαλλιά της. Πόσο θα 'θελα να προσθέσω και λίγα από τα δικά σου, γιατί και συ είσαι φίλος μου. Σ' αγαπώ και θα 'θελα να κάνω συλλογή από τα μαλλιά εκείνων που αγαπώ περισσότερο στον κόσμο.
 και πραγματικά, η Παυλίνα έκοψε μια τούφα από το κεφάλι μου, άνοιξε το μενταγιόν της και τ' ανακάτεψε μα με μαλλιά της μητέρας της.
 Ένιωσα ευτυχισμένος βλέποντας το πόσο η Παυλίνα μ' αγαπούσε. Αισθανόμουν περήφανος γιατί οι τρίχες του κεφαλιού μου βρισκόταν μέσα σ' ένα μενταγιόν, θα πρέπει όμως να ομολογήσω πως δεν έκαναν κι όμορφη εντύπωση. Γκρίζες, σκληρές και χοντρές καθώς ήταν, φάνταζαν δίπλα στα μαλλιά της μαμάς της απαίσια. Η Παυλίνα δεν το 'βλεπε αυτό. Γύριζε απ' όλες τις μεριές το μενταγιόν της και το θαύμαζε, όταν ξαφνικά, μπήκε στο σταύλο η μαμά. 
-Τι κοιτάς αυτού; τη ρωτά.
-Είναι το μενταγιόν μου, μαμά, απάντησε η Παυλίνα μισοκρύβοντάς το. 
-Και γιατί το 'φερες εδώ;
-Για να το δείξω στον Καντισόν.
-Τι βλακεία! Να σου πω τη αλήθεια, Παυλίνα, έχεις χάσει τα μυαλά σου με τον Καντισόν!Σα να μπορούσε αυτός να καταλάβει τι είναι ένα μενταγιόν.
-Σε βεβαιώνω, μητερούλα, πως καταλαβαίνει και πολύ καλά μάλιστα. Μου έγλειψε το χέρι όταν...
 η Παυλίνα κοκκίνισε και σταμάτησε ξαφνικά. 
-Γιατί δεν αποτελειώνεις τη φράση σου για ποιο λόγο ο Καντισόν σου έγλειψε το χέρι;
-Μαμά, καλύτερα να μη σου πω, απάντησε με κάποια αμηχανία η Παυλίνα. Γιατί φοβάμαι πως θα με μαλώσεις.
-Τι συμβαίνει; Για να δούμε! Λέγε. Τι βλακεία έχεις κάνει ακόμη;
-Δεν είναι βλακεία, μαμά, απεναντίας.
-Λοιπόν, γιατί φοβάσαι; Στοιχηματίζω πως έδωσες στον Καντισόν τόση πολλή βρώμη που θα σκάσει.
-Όχι, μαμά, δεν του έδωσα τίποτε, απεναντίας.
-Πώς απεναντίας. Άκουσε, Παυλίνα, αρχίζεις να με κάνεις να νιώθω πολύ ανήσυχη. Θέλω να μου πεις τι έκανες και γιατί λείπεις κοντά μια ώρα από τοτ σπίτι.
 Πραγματικά, για ν' αραδιάσει η Παυλίνα τις τρίχες μου στο μενταγιόν χρειάστηκε πολύ ωρα. Έπρεπε να ξεκολλήσει πρώτα το χαρτάκι που ήταν στο πίσω μέρος εσωτερικά, να βγάλει το γυαλί, να τοποθετήσει, σιγά - σιγά τις τρίχες και να το ξανακολλήσει.
 Η Παυλίνα δίστασε για μια στιγμή. Ύστερα είπε χαμηλόφωνα και με μεγάλο δισταγμό.
-Έκοψα τα μαλλιά του Καντισόν για ...
-Για;...Αποτελείωνε λοιπόν! Για ποιο λόγο;
-Για να τα βάλω μέσα στο μενταγιόν.
-Σε ποιο μενταγιόν ρώτησε η μαμά θυμωμένη.
-Σ' εκείνο που μου δώσατε. 
-Σε κείνο που σου ΄ςδωσα με τα δικά μου μαλλιά; Και τι τα 'κανες τότε τα μαλλιά μου;
-Μέσα είναι κι αυτά! Νάτα, απάντησε η Παυλίνα δείχνοντας το μενταγιόν.
-Κι ανακάτεψες τα μαλλιά μου με τις τρίχες του γαϊδάρου; φώναξε η μητέρα έξαλλα.

Α! Αυτό πάει πολύ! Δεν αξίζεις, δεσποινίς μου, το δώρο που σου 'κανα! Μ' έβαλες σε ίση μοίρα μ' ένα γάιδαρο. Έδειξες σ' ένα γάιδαρο την ίδια αγάπη που έχεις για μένα!
 Και παίρνοντας το μενταγιόν από τα χέρια της άτυχης και κατάπληκτης Παυλίνας, το πέταξε στη γη και το τσαλαπάτησε με τόση μανία, που γίνηκε χίλια κομματάκια. Ύστερα, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην κόρη της, βγήκα απ' τον σταύλο χτυπώντας δυνατά την πόρτα του.
 Τρομαγμένη και κατάπληκτη η Παυλίνα από το ξαφνικά ξέσπασμα της οργής αυτής, έμεινε ακίνητη. Σε λίγο την πιάσαν οι λυγμοί και πέφτοντας στο σβέρκο μου, μου είπε: 
-Καημενούλη μου Καντισόν, βλέπεις πως μου φέρονται! Δεν θέλουν να σ' αγαπώ, εγώ όμως, θα σ' αγαπώ ακόμη και αν δεν το θέλουν, και μάλιστα περισσότερο απ' ότι αγαπώ εκείνους. Γιατί εσύ είσαι καλός. Δε με μάλωσες πότε΄, ποτέ σου δε μου προξένησες λύπη και προσπαθείς πάντα να με διασκεδάσεις όποτε βγαίνουμε περίπατο. Αλίμονο, καλέ μου Καντισόν! Τι δυστυχία είναι αυτή που με βρήκε, που δε μπορείς να τη νιώσεις εσύ, μα ούτε και να μου μιλήσεις. Πόσα πράματα θα σου 'λεγα αν ήξερες να μιλάς!
 Η Παυλίνα σταμάτησε. Κάθισε χάμω και συνέχισε το κλάμμα της λυπητερά. Με είχε συγκινήσει πάρα πολύ και μάλιστα συγκλονίσει με όλα τουτα, δε μπορούσα, όμως, ούτε να την παρηγορήσω, μα ούτε να την κάνω να δει πόσο την ένιωθα. Οργίσθηκα μόνο τρομερά εναντίον αυτής της μητέρας, που από βλακεία ή από υπερβολική στοργή για την κόρη της την έκανε τόσο δυστυχισμένη. Αν μπορούσα, θα έδινα να καταλάβει το κακό που έκανε στην Παυλίνα, το κακό που δημιουργούσε μέσα στην πολύ λεπτή μα κι εύθραυστη αυτή ψυχή. Δε μπορούσα, όμως, να μιλήσω και κοίταζα μανάχα με αφάνταστη λύπη τα δάκρυα της άμοιρης <παυλίνας να τρέχουν.
 Είχε, κιόλας, περάσει ένα τέταρτο από την ώρα που έφυγε η μαμά, όταν, ξαφνικά, μια υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα και φώναξε την Παυλίνα λέγοντας: 
-Δεσποινίς, η μητέρα σας σας γυρεύει. Δεν θέλει να μένετε στο σταύλο με τον Καντισόν. Μου είπε ακόμα να σας πω να μην ξαναμπείτε εδώ. 
-Καντισόν, φτωχέ μου Καντισόν! φώναξε η Παυλίνα, δε θα μ' αφλησουν να σε ξαναδώ!
-Έτσι είναι, δεσποινίς. Θα τον βλέπετε μοναχά όταν θα πηγαίνετε περίπατο μαζί. Η μαμά σας λέει πως η θέση σας είναι στο σαλόνι κι όχι στο σταύλο.
 Η Παυλίνα δεν απάντησε. Ήξερε πως η μητέρα της ήθελε να την υπακούνε πάντα. Με φίλησε για τελευταία φορά κι ένιωσα τα καυτά δάκρθά της στο λαιμό μου. Βγήκε και δεν ξαναγύρισε. Από τότε η Παυλίνα έγινε ακόμη πιο σκυθρωπή και υπέφερε περισσότερο. Άρχισε να βήχει κιόλας. Την έβλεπα να γίνεται περισσότερο χλωμή και ν' αδυνατίζει. Η κακοκαιρία μας ανάγκαζε να βγαίνουμε περίπατο σπανιότερα από πριν και για συντομότερο χρονικό διάστημα. Όταν με οδηγούσαν στα σκαλοπάτια του σπιτιού, η Παυλίνα ανέβαινε στη πάχη μου αμίλητη. Σαν απομακρυνόμασταν, πηδούσε κάτω, με χάιδευε και μου διηγόταν τα καθημερινά βάσανά της για να ξαλαφρώνει την καρδιά της, έχοντας πάντα στη σκέψη της πως δεν ήμουνα σε θέση να την νιώσω. Έτσι έμαθα πως η μαμά της, από εκείνη τη μέρα του μενταγιόν, της φερνόταν με κακό τρόπο και ήταν πάντα σκυθρωπή, ότι η Παυλίνα έπληττε κι ήταν λυπημένη περισσότερο από κάθε άλλη φορά κι ότι η αρρώστια από την οποία υπέφερε γινόταν ολοένα και πιο βαριά.  

2 σχόλια:

  1. δεν είναι κακοί γονείς. είναι που η αγάπη πολλές φορές μέσα από το πρίσμα του κάθε ανθρώπου μπορέι να οδηγήσει σε λυπηρές πράξεις,

    ΑπάντησηΔιαγραφή