-Δε με βλέπεις, λέει , που λάμπω στης κληματαριάς την άκρη;
-Δε με βλέπεις, ρωτά και το κύμα, που χάνομαι στα πόδια σου;
-Δε μ' ακούς; μουρμουρά τ' απαλό αέρι, που περνώ μες απ' τα φύλλα;
Λέω ν' ασχοληθώ με κάτι μισοτελειωμένους λογαριασμούς, κάτι εκκρεμότητες μα δεν μπορώ. Δε μου βαστά να χάσω τούτη τη νύχτα, ούτε από απροσεξία, ούτε απ' αδιαφορία. Τούτα τα χαρτιά και τα χαρτάκια ας μείνουν ν' απολαμβάνουν τον μακάριο ύπνο τους. Θα 'ρθει κι η δική τους ώρα.
Ξέρεις, καμιά φορά άμα με πιάνει το αβάσταχτο, θυμάμαι ένα "σκοτεινό" κίτρινο αυτοκίνητο και τους χωματόδρομους στις κοντινές παραλίες. Τα μπαράκια στα βραχάκια, τσαμπιά κόσμο φορτωμένα και τον "πειρατή" με τα τσουβάλια, τα βαρέλια και τις φωτιές στην αμμουδιά. Θυμάμαι που νόμιζα πως καβάλησα έν αστέρι, ότι κέρδισα το χρυσό βραβείο της παγκόσμιας καταξίωσης γιατί με είχες κοιτάξει και μόνο. Πως ζούσα σ' ένα κόσμο δίχως σημαίες που μονοιασμένος συναντιόταν στα πάρκα κατακαλόκαιρο και μέσα σε μια πολύβουη Βαβέλ εκατομμυρίων γλωσσών υπήρχε συνεννόηση, σύμπνοια. Την αυλή με τα οπωροφόρα και τις ορτανσίες, το σπιτάκι με τα δωμάτια σιδηρόδρομο όλα στη σειρά δίχως διάδρομο, τα "ναυτικά γυμνάσια" στα ελάχιστα μπάνια, τ' αμέτρητα κεράκια π' οδηγούσαν σ' ένα ανθισμένο τραπέζι με φρούτα και κρασί σε παγωνιέρα, ποτήρια δυο, το 'σκλί μ' εκείνη την γκλίτσα που πήρα από ένα μαγαζί με σουβενίρ κι έσερνα το πόδι και ψοφήσαμε στο γέλιο, τις βροχές και τα αιθέρια έλαια, τις νύχτες που χόρευα στην κουζίνα ταγκό με την καρέκλα περιμένοντας να φανείς, το τρίξιμο της αυλόπορτας πάνω στον ίδιο τόνο και τη φιγούρα σου να μπαίνει βιαστικά, να γδύνεται βιαστικότερα, τις συμπαγείς ατμόσφαιρες στο δωμάτιο, την αμηχανία μετά, τα μη με λησμόνει...
Κατάστρωμα πολυκατοικίας - πλοίου, ρετιρέ, θάλασσα ατέλειωτη και το βουνό βελούδο σκοτεινό κεντημένο μ' άστρα.
Τώρα με γεμίζει η μοναξιά, μ' απαλαίνει απ' τα τσουγκρίσματα πάθους, τα τσαγκλιά τ' εγωισμού, τ΄αγκάθια απ' τα πικρά λογάκια και τις γκρίνιες, δηλητηριώδεις σειρήνες, που 'φτιαξαν το χάσμα, το γκρεμό, να περπατώ στους δρόμους και πότε πότε να σε συναντώ, να κάνω πως δε σε βλέπω κι ύστερα στ' αξημέρωτα να σ' αποζητώ και με τρόμο φοβερό να 'ρχεσαι γιατί "σε κάλεσα".
-Ήρθα, να μου λες, γιατί άκουσα τη φωνή σου. Εφήμερα ψέματα...
Τώρα π' αποσώνει η νύχτα κρύφτηκε ο σαλτιμπάγκος έρως στο κουτί του κι απόμεινα δω στο περιγιάλι, στην κρυψώνα μου, στο ράδιο το σήμα μια έτσι μια αλλιώς, τώρα πιάνει με κάποιες διακοπές, τραγουδάκια από μια "μπλε συνωμοσία". Παράξενη ζωή, δίχως τέλος αρχή.
τα μπλε τραντάφυλλα κλεμμένα απ' αυτόν τον κήπο
Η μπλε συνωμοσία με τύφλωσε αλλά...χαλάλι. Χαλάλι σήμερα για πολλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήακριβώς αυτό σκεφτόμουνα κι εγώ...
ΑπάντησηΔιαγραφήβρε βρε κτσύπνησες άστρο της αυγής;
άντε μου φαίνεται θα' ρθω για κείνο τον καφέ
μετά θα πάρω κι ένα υπνάκι.
από αυλή πώς τα πας;
Σήμερα ειδικώς, τα ξεφτυλίσαμε τα κοκκόρια...
ΑπάντησηΔιαγραφήΒεράντα με θέα την Αυγή. Κείνο το μικρό σπιτάκι δίπλα στο μποστάνι, πατρώο κληροδότημα...ούτε για κει καιρός...Κάποια μπουφέδια, πάντως, και φλυτζάνια εποχής, τάχουμε κι εδώ...
By the way, where is Petros? Κλιματίζεται;
ΑπάντησηΔιαγραφήόπου φλιτζάνι εποχής και πατρίς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠου είσαι Πέτρο;;;;
έχω την εντύπωση πως όλο και κάπου θα πατσάζει, μα θα τον ξετρυπώσουμε..