ΤΑ ΚΑΛΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ
Έμενα, λοιπόν, μοναχός μου στο λιβάδι. Ήμουν λυπημένος' η ουρά μου μ' έκανε να υποφέρω. Αναρωτιόμουν αν δεν ήταν καλύτεροι οι γάιδαροι από τους ανθρώπους, όταν, ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι να με χαιδεύει γλυκά κι άκουσα μια ακόμη πιο γλυκειά φωνή να μου λέει.-Καημένε γαιδουράκο! Σου φέρθηκαν πολύ άσχημα! Έλα, κακόμοιρε, έλα στη γιαγιά. Θα σε ταίζει και θα σε περιποιείται καλύτερα από τα κακά αφεντικά σου.Φτωχό μου γαιδουράκι! Πόσο μου είσαι αδυνατισμένο!
¨Εσκυψα και είδα ένα όμορφο πεντάχρονο αγοράκι. Η αδελφούλα του, που φαινόταν να είναι τριων χρονών, ερχόταν παραπίσω με την υπηρέτριά τους. Την λέγαν Ιωάννα και βλέποντάς με τον ρώτησε:
-Ιάκωβε, τι λες στο γαιδουράκι;
-Του λέω, να 'ρθει στης γιαγιάς το σπίτι και να μένει εκεί. Είναι, το κακόμοιρο, ολομόναχο.
-Ναι, Ιάκωβε, πάρτον μαζί μας. Στάσου μια στιγμούλα ν' ανέβω στη ράχη του. Βοήθησέ με παραμάνα.
Η υπηρέτρια την ανέβασε πάνω μου κι ο Ιάκωβος ήθελε να με πιάσει. Δεν είχα όμως χαλινάρι.
-Στάσου μια στιγμούλα, είπε, να του δέσω το μαντήλι μου στο λαιμό.
Ο μικρός δοκίμασε, μα ο λαιμός μου ήταν πολύ χοντρός για το μικρό μαντήλι του. H υπηρέτρια του 'δωσε το δικό της, μα κι εκείνο ήταν μικρό.
-Και τώρα τι θα κάουμε; ρώτησε ο Ιάκωβος έτοιμος να κλάψει.
-Πάμε στο χωριό, είπε η υπηρέτρια, να ζητήσουμε μια λαιμαριά ή κανένα σκοινί.
Μα η Ιωάννα που είχε κιόλας αγκαλιάσει το λαιμό μου, φώναξε :
-Όχι, δεν θα κατεβώ. Θέλω να μείνω πάνω στον γάιδαρο για να με πάει στο σπίτι.
-Μ ακόμα αφού δεν έχουμε χαλινάρια, πως θα τον οδηγήσουμε πού να περπατήσει; Βλέπεις καλά πως δεν κουνιέται. Θα 'λεγε κανείς πως είναι πέτρινος.
-Σταθείτε μια στιγμή και θα δείτε, είπε ο Ιάκωβος.Πρώτα απ' όλα, ξέρω πως τον λένε Καντισόν. Μου το είπε η γιαγιά Τρανσέ. Θα τον χαιδέψω και θα τον φιλήσω και θα δείτε πως θα με ακολουθήσει.
Ο Ιάκωβος πλησίασε τ' αυτί μου και μου είπε σιγά χαιδεύοντάς με:
-Περπάτησε, καλέ μου Καντισόν. Σε παρακαλώ πολύ, περπάτησε!
Η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο μικρός με συγκίνησε βαθιά. Παρατηρούσα μ' ευχαρίστηση πώς, αντί νά ψάξει γιά νά βρει ξύλο για να με κάνει να ξεκινήσω, σκέφτηκε τη φιλία και την καλοσύνη. Έτσι, μόλις τελείωσε τη φράση του και σταμάτησε να με χαιδεύει, ξεκίνησα.
-Βλέπετε πώς με κατάλαβε; Μ' αγαπάει, φωναξέ ο Ιάκωβος κατακόκκινος από χαρά και με μάτια που άστραφταν από ευτυχία.
Τράβηξε λίγο μπροστά για να μου δείχνει το δρόμο.
-Μα δεν βλέπεις ότι μ' ακολουθεί;
-Είναι γιατί μύρισε το ψωμί που έχεις στην τσέπη σου.
-Νομίζεις πως πεινά και γι αυτό τρέχει;
-Σίγουρα! Δεν το βλέπεις και το πόσο είναι αδυνατισμένος; Αλήθεια! Κακόμοιρε Καντισόν! Κι εγώ να μη σκεφτώ ως τώρα να σου δώσω το ψωμί.
Ο Ιάκωβος τράβηξε αμέσως από την τσέπη του το ψωμί και μου τ' ακούμπησε στο στόμα.
Είχα προσβληθεί αφάνταστα με την κακή σκέψη της υπηρέτριας και μου γεννήθηκε η σκέψη να της αποδείξω πως είχε κρίνει άσχημα, ότι δεν ήταν το συμφέρον που με είχε σπρώξει ν'ακουλουθήσω τόν Ιάκωβο κι οτί, ακόμη, κουβαλούσατην Ιωάννα στήν πλάτη στήν πλάτη μου από συμπάθεια μά καί καλοσύνη.
Αρνήθηκα, γι'αυτό, να φάω το ψωμί που μου πρόσφερε ο Ιάκωβος κι αρκέστηκα στο να του γλείψω μονάχα το χέρι.
-Για κοιτάξτε, πως μου φιλά το χέρι! Και δεν τρώει όυτε το ψωμί. Α! Καντισόν μου, πόσο μ' αρέσεις! Κοίταξε, παραμάνα, πως μ' ακολουθεί, μοναχά γιατί μ' αγαπά κι όχι γιατί θέλει να φάει το ψωμι μου.
-Κουτός που είσαι με το να νομίζεις πως θα μπορούσε ένας τέτοιος γάιδαρος να σου φέρνεται ευγενικά, σα να ταν πρότυπο γαιδάρου. Εγώ τουλάχιστον ξέρω πως όλοι οι γάιδαρι είναι κακοί και ξεροκέφαλοι, και για τούτο δεν τον αγαπώ καθόλου, είπε η υπητέτρια.
-Εγώ πιστέυω, πάλι, πως ο κακομοιρούλης ο Καντισόν δεν είναι κακός. Να! Κοίταξε τι καλά που μου φέρνεται.
-Να δούμε πόσο θα κρατήσει αυτό, απάντησε η υπηρέτρια.
-Μπα! Ο Καντισόν θα 'ναι πάντα καλός μαζί μου, καθώς και με την Ιωάννα είπε χαιδεύοντάς με ο Ιάκωβος.
Έστρεψα το κεφάλι μου και τον κοίταξα τόσο στοργικά, που το αντιλήφθηκε αμέσως ο μικρός. Ύστερα, βλέποντας την υπηρέτρια, της έριξα μια άγρια ματιά που την αντιλήφθηκε κι εκείνη, γιατί τινάχτηκε και είπε:
-Τι κακό μάτι που έχει! Είναι κακός! Μ' έβλεπε σα να θέλει να με φάει! Να με καταπιεί!
Κι οι δυο τους είχαν δίκιο. Μα κι εγώ, νομίζω πως δεν είχα άδικο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να φέρνομαι με τον πιο γλυκό τρόπο, τόσο στον ιάκωβο όσο και στην Ιωάννα, καθώς και σε όλα τα πρόσωπα του σπιτιού που θα μου φερνόταν καλά. Κι έκανα και την κακή σκέψηπως θα 'πρεπε να φερθώ άσχημα σ' όποιον μου κακοφερνόταν ή κι ακόμη θα με πρόσβελνε, όπως είχε κάνει η υπηρέτρια. Αυτή η ανάγκη που ένιωθα, να θέλω να εκδικούμαι, στάθηκε αργότερα και η αιτία της κάθε δυστυχίας μου.
Συνεχίζοντας πάντα την κουβέντα περπατούσαμε, οσότου, σε λίγο, φτάσαμε στο μέγαρο της γιαγιάς του Ιάκωβου και την Ιωάννας. Μ' άφησαν να περιμένω αρκετά στην πόρτα κι εγώ στάθηκα, σα καλοαναθρεμένος γάιδαρος που ήμουν, χωρίς καν να κουνηθώ, κι ούτε, ακόμη, να δοκιμάσω το γρασίδι που στόλιζε από τις συο πλευρές του το χαλικοστωμένο σρόμο.
Δύο λεπτά αργότερα, ξαναφάνηκε ο Ιάκωβος, σέρνοντας από το χέρι τη γιαγιά του.
-Έλα να σεις, γιαγιά, έλα να δεις πόσο ήρεμος και καλός είναι και πόσο μ' αγαπα. Μη πιστεύεις, σε παρακαλώ, την παραμάνα.
-Όχι, καλέ γιαγιά, κι εγώ σε παρακαλώ, μη την πιστεύεις είπε κι η Ιωάννα.
-Για ας δούμε, είπε κι η γιαγιά, τον περίφημο τούτο γάιδαρο.
Και πλησιάζοντας μ' άγγιξε, με χάιδεψε, , μ' έπιασε από τ' αυτιά, έβαλε τα χέρια της στο στόμα μου. Εγώ περίμενα ακίνητος, δεν την δάγκασα καθόλου κι ούτε έδειξα ανυπομονησία να τραβηχτώ.
-Πραγματικά, είναι καλός και ήρεμος. Τι μου έλεγε, λοιπόν, η Αιμιλία πως είναι κακός...
-Έτσι δεν είναι, γιαγιά; Δεν είναι καλός; Αχ! Και τι δε θα 'δινα για να λεγες να τον κρατήσουμε! είπε ο Ιάκωβος.
-Αγαπημένο μου παιδί, νομίζω πως είναι καλός, πολύ καλός μάλιστα. Πώς, όμως, να τον κρατήσουμε, αφού δεν είναι δικός μας; Θα πρέπει να τον πάμε στ' αφεντικό του.
-Μα δεν έχει αφεντικό, γιαγιά!
-Και βέβαια δεν έχει αφεντικό0, γιαγιά, είπε η Ιωάννα, επαναλαμβανοντας ό,τι έλεγε ο αδελφος της.
-Πως δεν έχει αφεντικό; Είναι δυνατό αυτό;
-Ναι, γιαγιά, είναι αλήθεια. Μα το είπε κι η γιαγιά Τρανσέ.
-Τότε πώς κέρδισε εκείνη το βραβείο; Εφόσον τον πήρε για τον βάλει να τρέξει, είναι φανερό πως από κάποιον τον δανείστηκε.
-Όχι, γιαγιάκα, φώναξε ο Ιάκωβος. Είχε έρθει μοναχός του. Ήθελε μόνος του να τρέξει με τους άλλους. Η γιαγιά Τρανσέ πλήρωσε στο δήμαρχο για να πετύχει ό,τι κ΄κερδισε, αυτός όμως δενη έχει αφεντικό. Είναι, σου λέω, ο Καντισόν, ο γάιδαρος εκείνης της άμοιρης Παυλίνας, που πέθανε. Οι γονείς τον διώξαν κι εκείνος πέρασε όλο του το χειμώνα στο δάσος.
-Ο Καντισόν; Ο περίφημος Καντισόν που γλίτωσε από την πυρκαιά τη μικρή του αφέντισσα; Αχ! Πόσο χάρηκα που τον γνωρίζω τώρα!Είναι, πραγματικά, ένας εξαιρετικός κι αξιθαυμαστος γάιδαρος.
Και στρέφοντας προς το μέρος μου, με κοίταξε με θαυμασμό αρκετή ώρα. Ένιωσα περηφάνια που έβλεπα την καλή μου φήμη να ξαναπαίρνει την πρωτινή της θέση. Ξελαιμιαζόμουν από το κόρδωμα, τα ρουθούνια μου ανοιγόκλειναν. Κουνούσα πάνω -κάτω το κεφάλι από τη χαρά μου.
-Τι αδυνατισμένος που είναι, ο κακομοιρούλης! Δεν τον αντάμοιψε ποτέ κανένας για την αφοσίωση που δέιχνει σ' όλους, είπε η γιαγιά με σοβαρό ύφος, σα να τα είχε εκείνη την ώρα μ' όλο τον κόσμο. Αν τον κρατήσουμε, γιόκα μου, αφου΄τον έχουν όλοι παρατήσει, αφού τον διώξαν εκείνοι που θα 'πρεπε να τον κρατήσουν, να τον περιποιούνται και να τον αγαπούν. Φώναξε τον Μπουλάν για να τον βάλει στο σταύλο, σε μια καλή μεριά, που να 'χει και φάτνη.
Καταγοητευμένος , ο Ιάκωβος, έτρεξε να φωνάξει τον Μπουλάν, που έφτασε αμέσως.
-Μπουλάν, του είπε η γιαγιά, να ένας γάιδαρος που μου τον φέραν τα παιδιά. Βάλτον στον σταύλο, φρόντισε να τον ταίσεις και να τον ποτίσεις.
-Θα τον επιστρέψουμε μετά στον κύριό του; ρώτησε ο Μπουλάν.
-Όχι, δεν έχει αφέντη. Φαίνεται να 'ναι εκείνος ο περίφημος Καντισόν, που τον διώξαν τ' αφεντικά του μετά τον θάνατο του κοριτσιού τους. Ήρθε στο χωριό και τα εγγονάκια μου τον βρήκαν εγκαταλελειμμένο στο λιβάδι. Τον κουβάλησαν εδώ και θα τον κρατήσουμε.
-Καλά κάνει η ξυρία που θα τον κρατήσει, γιατί δεν έχει ταίρι αυτός ο γάιδαρος σ' ολόκληρη την περιοχή. Μου διηγήθηκαν γι αυτόν καταπληκτικά πράγματα. Λεν ακόμη πως καταλαβαίνει ό.τι λεν οι άνθρωποι... Έλα, Καντισόν μου, έλα να φας ένα ταγάρι βρώμη...
Γύρισα αμέσως κι ακολούθησα τον Μπουλάν που έφευγε.
-Καταπληκτικός, είπε η γιαγιά, είναι καταπληκτο\ικός!
Γύρισε σπίτι, ο Ιάκωβος κι η Ιωάννα θέλησαν να με συνοδέψουν ως το σταύλο. Με βάλαν εκεί. Θα είχα για συντροφιά μου δύο άλογα κι έναν ακόμη γάιδαρο. Ο Μπουλάν μου έφτιαξε μια φάτνη αμέσως, Ύστερα βγήκε να μου φέρει βρώμη.
-Βάλε του κι άλλη! Κι άλλη, σε παρακαλώ, Μπουλάν! του είπε ο Ιάκωβος. Του χρειάζεται πολύ ακόμη, αφού έτρεξε τόσο.
-Αν του δώσουμε πολύ βρώμη, κύριε Ιάκωβέ μου, τότε θα ζωηρέψει, πολύ μάλιστα, και δεν θα μπορέιτε να τον καβαλήσετε, ούτε εσείς, ούτε η δεσποινίς Ιωάννα.
-Ω! Μα είναι τόσο καλός! Όπως και να 'ναι θα μπορούμε να τον καβαλικεύουμε
Μού βάλαν μπόλικη βρώμη και δίπλα έναν κάδο γεμάτο νερό. Διψούσα κι ήπια αμέσως πάνω από μισό κάδο. ύστερα άρχισα να τρώω τη βρώμη μου νιώθοντας απέραντη χαρά, γιατί με είχε φέρει εδώ ο Ιάκωβος. Έκανα ακόμη μερικές σκέψεις για την γιαγιά Τρανσέ, έφαγα και λίγο σανό και ξάπλωσα στην ψάθα μου. Σε λίγο κοιμόμουν σαν πασάς.
Περπάτησε σε παρακαλώ, περπάτησε, τράβα μέχρι τη Λίλλυ ξανά -καλού κακού πάρε και τα κρασιά...-
ΑπάντησηΔιαγραφήπήγα κι ήρθα αστραπή.
ΑπάντησηΔιαγραφήI got the summertime blues..
ΑπάντησηΔιαγραφήKαληνυχτα..
βρώμη τρωω και 'γω το πρωί που ξυπνάω.. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήνυστάζω..καλο ξημέρωμα "αστραπή"!! :)
@ βροχή, βροχή, sweet rain
ΑπάντησηΔιαγραφήμουτς μουτς κιεδώ.
@ αχ Ηλία, πω πω μετά τα μεσάνυχτα, τι έξαλλα είναι τούτα;
πρωινά φιλιά.