Το πρωί αφού έφαγα και ήπια, σκέφτηκα πόσο ήμουν ευτυχισμένος.
- Επι τέλους νάμαι, σκέφτηκα. Ποτέ τους δεν θα με ξαναβρούν και σε δύο μέρες, όταν θα ξεκουραστώ για τα καλά θα πάω ακόμη μακρύτερα.
Ότι είχα σταματήσει να σκέφτομαι έτσι, νάσου κι ακούω το μακρινό γαύγισμα ενός σκύλου κι ύστερα ενός άλλου. Σε λίγο άκουσα τα ουρλιαχτά ενός ολάκερου κοπαδιού.
Ανήσυχος και τρομαγμένος λίγο σηκώθηκα και τράβηξα σ ένα μικρό ρυάκι που το 'χα δει από το πρωί. Φτάνοντας, άκουσα τη φωνή του Ιούλιου να λέει αυτά στα σκυλιά του:
- Άντε! Εμπρός, σκυλάκια μου. Βρείτε μου αυτόν τον άθλιο γάιδαρο, δαγκάστε τον, καταξεσκίστε του τα πόδια και φέρτε μου τον ίδιο όσο πιο γλήγορα μπορείτε, για να νιώσει η ράχη του το πόσο αξίζει το καμτσί μου...
Παραλίγο να 'πεφτα από τον τρόμο. Σκέφτηκα όμως, αμέσως, πως αν περπατούσα μέσα στο νερό, τα σκυλιά δε θα μπορούσαν να βρουν τα ίχνη που θα άφηνα στα βήματά μου. Άρχισα, λοιπόν, να τρέχω μέσα στο ρυάκι που, ευτυχώς, είχε και στις δύο του όχθες θάμνους κι αρκετά χορτάρια. Έτρεξα, χωρίς να σταματήσω, κάμποσο. Τα γαυγίσματα ακούονταν τώρα αρκετά μακριά, καθώς και οι αγριοφωνάρες του απαίσιου Ιούλιου.Στο τέλος, δεν ακούονταν καθόλου.
Αποκομμένος, με κομμένη αναπνοή, σταμάτησα για μια στιγμή, να πιω. Έφαγα και κάμποσα φυλλαράκια χορτάρι. Τα πόδια μου είχαν ξυλιάσει από το κρύο, μα δεν τολμούσα ακόμη να βγω από το νερό. Φοβόμουν μήπως τα σκυλιά μυριστούν τα ίχνη όταν, τέλος, ξεκουράστηκα κάπως, ξανάρχισα να τρέχω, μέσα στο ρυάκι πάντοτε, ώσπου βγήκα από το δάσος. Βρισκόμουν, τώρα, μέσα σ ένα μεγάλο λιβάδι, απ' όπου περνούσαν καμιά πενηνταριά βόδια. Ξαπλώθηκα σε μια άκρη πάνω στο γρασίδι. Ούτε με πρόσεξαν κι έτσι μπορούσα να φάω και να ξεκουραστώ.
Το σούρουπο, δύο άνθρωποι μπήκαν στο λιβάδι.
- Αδελφέ, είπε ο πιο μεγάλος, λέω να μαντρώσουμε τα βόδια απόψε. Άκουσα πως φάνηκαν λύκοι στο δάσος.
- Λύκοι; Ποιος είπε τέτοια ανοησία;
- Άνθρωποι από το Λαιγκλ. Λέγαν, μάλιστα, πως οι λύκοι άρπαξαν κι ένα γάιδαρο από ένα διπλανό αγρόκτημα και τον κατασπάραξαν στο δάσος.
- Μπα! Άσε τος να λένε. Είναι τόσο κακοί οι άνθρωποι που ζουν στο αγρόκτημα αυτό, που σίγουρα θα σκότωσαν οι ίδιοι το γάιδαρό τους από το ξύλο.
- Και γιατί να λένε, τότε, πως ο λύκος τους έφαγε το γάιδαρο;
- Για να μη μάθουν οι άλλοι πως τον σκότωσαν οι ίδιοι.
- Καλού - κακού, καλά θα κάνουμε να τα μαντρώσουμε τα βόδια.
- Κάνε όπως θέλεις, αδελφούλη μου. Δε σου λέω ούτε ναι ούτε όχι.
Έμεινα ακίνητος στη γωνιά μου, από φόβο μήπως με βλέπαν. Το χορτάρι ήταν αρκετά ψηλό και μ' έκρυβε. Ευτυχώς, ούτε τα βόδια ήρθαν από τη μεριά μου. Τα οδήγησαν προς το φράχτη κι ύστερα στο αγρόκτημα, όπου κατοικούσαν τ' αφεντικά τους.
Δεν φοβόμουν για λύκους, γιατί ο γάιδαρος για τον οποίο γινόταν ο λόγος ήμουν εγώ ο ίδιος και δεν είχα δει ούτε ουρά λύκου στο δάσος, όπου είχα περάσει τη νύχτα μου. Κοιμήθηκα, λοιπόν, θαυμάσια και τελείωνα το φαγητό μου, όταν τα βόδια ξαναμπήκαν στο λιβάδι. Δύο μαντρόσκυλοι τα συνόδευαν. Τα κοίταξα ήσυχα, όταν, ξαφνικά, βλέποντάς με ο ένας από τους σκύλους γαύγισε απειλητικά, τρέχοντας προς το μέρος μου. Ο άλλος τον ακολούθησε αμέσως. Τι θα 'κανα; Πώς θα το έσκαζα; Όρμησα σ' ένα ρυάκι, πέρασα και βγήκα από την άλλη όχθη του. Ήταν καλή η σκέψη μου αυτή. Άκουσα ύστερα, τον ένα από τους δύο ανθρώπους που είχα συναντήσει χτες, να φωνάζει τα σκυλιά του. Περπάτησα, τότε, αρκετά κι έφτασα σε ένα άλλο δάσος που δεν ξέρω πως το ονομάζουν. Θα 'μουν, τώρα, κάπου δέκα λεύγες μακριά από το αγρόκτημα του αφεντικού μου. Είχα πια σωθεί. Κανένας δε με γνώριζε εδώ και θα μπορούσα να περπατάω χωρίς φόβο ότι κάποιος θα με συναντούσε και θα με οδηγούσε στα παλιά μου αφεντικά.
- Επι τέλους νάμαι, σκέφτηκα. Ποτέ τους δεν θα με ξαναβρούν και σε δύο μέρες, όταν θα ξεκουραστώ για τα καλά θα πάω ακόμη μακρύτερα.
Ότι είχα σταματήσει να σκέφτομαι έτσι, νάσου κι ακούω το μακρινό γαύγισμα ενός σκύλου κι ύστερα ενός άλλου. Σε λίγο άκουσα τα ουρλιαχτά ενός ολάκερου κοπαδιού.
Ανήσυχος και τρομαγμένος λίγο σηκώθηκα και τράβηξα σ ένα μικρό ρυάκι που το 'χα δει από το πρωί. Φτάνοντας, άκουσα τη φωνή του Ιούλιου να λέει αυτά στα σκυλιά του:
- Άντε! Εμπρός, σκυλάκια μου. Βρείτε μου αυτόν τον άθλιο γάιδαρο, δαγκάστε τον, καταξεσκίστε του τα πόδια και φέρτε μου τον ίδιο όσο πιο γλήγορα μπορείτε, για να νιώσει η ράχη του το πόσο αξίζει το καμτσί μου...
Παραλίγο να 'πεφτα από τον τρόμο. Σκέφτηκα όμως, αμέσως, πως αν περπατούσα μέσα στο νερό, τα σκυλιά δε θα μπορούσαν να βρουν τα ίχνη που θα άφηνα στα βήματά μου. Άρχισα, λοιπόν, να τρέχω μέσα στο ρυάκι που, ευτυχώς, είχε και στις δύο του όχθες θάμνους κι αρκετά χορτάρια. Έτρεξα, χωρίς να σταματήσω, κάμποσο. Τα γαυγίσματα ακούονταν τώρα αρκετά μακριά, καθώς και οι αγριοφωνάρες του απαίσιου Ιούλιου.Στο τέλος, δεν ακούονταν καθόλου.
Αποκομμένος, με κομμένη αναπνοή, σταμάτησα για μια στιγμή, να πιω. Έφαγα και κάμποσα φυλλαράκια χορτάρι. Τα πόδια μου είχαν ξυλιάσει από το κρύο, μα δεν τολμούσα ακόμη να βγω από το νερό. Φοβόμουν μήπως τα σκυλιά μυριστούν τα ίχνη όταν, τέλος, ξεκουράστηκα κάπως, ξανάρχισα να τρέχω, μέσα στο ρυάκι πάντοτε, ώσπου βγήκα από το δάσος. Βρισκόμουν, τώρα, μέσα σ ένα μεγάλο λιβάδι, απ' όπου περνούσαν καμιά πενηνταριά βόδια. Ξαπλώθηκα σε μια άκρη πάνω στο γρασίδι. Ούτε με πρόσεξαν κι έτσι μπορούσα να φάω και να ξεκουραστώ.
Το σούρουπο, δύο άνθρωποι μπήκαν στο λιβάδι.
- Αδελφέ, είπε ο πιο μεγάλος, λέω να μαντρώσουμε τα βόδια απόψε. Άκουσα πως φάνηκαν λύκοι στο δάσος.
- Λύκοι; Ποιος είπε τέτοια ανοησία;
- Άνθρωποι από το Λαιγκλ. Λέγαν, μάλιστα, πως οι λύκοι άρπαξαν κι ένα γάιδαρο από ένα διπλανό αγρόκτημα και τον κατασπάραξαν στο δάσος.
- Μπα! Άσε τος να λένε. Είναι τόσο κακοί οι άνθρωποι που ζουν στο αγρόκτημα αυτό, που σίγουρα θα σκότωσαν οι ίδιοι το γάιδαρό τους από το ξύλο.
- Και γιατί να λένε, τότε, πως ο λύκος τους έφαγε το γάιδαρο;
- Για να μη μάθουν οι άλλοι πως τον σκότωσαν οι ίδιοι.
- Καλού - κακού, καλά θα κάνουμε να τα μαντρώσουμε τα βόδια.
- Κάνε όπως θέλεις, αδελφούλη μου. Δε σου λέω ούτε ναι ούτε όχι.
Έμεινα ακίνητος στη γωνιά μου, από φόβο μήπως με βλέπαν. Το χορτάρι ήταν αρκετά ψηλό και μ' έκρυβε. Ευτυχώς, ούτε τα βόδια ήρθαν από τη μεριά μου. Τα οδήγησαν προς το φράχτη κι ύστερα στο αγρόκτημα, όπου κατοικούσαν τ' αφεντικά τους.
Δεν φοβόμουν για λύκους, γιατί ο γάιδαρος για τον οποίο γινόταν ο λόγος ήμουν εγώ ο ίδιος και δεν είχα δει ούτε ουρά λύκου στο δάσος, όπου είχα περάσει τη νύχτα μου. Κοιμήθηκα, λοιπόν, θαυμάσια και τελείωνα το φαγητό μου, όταν τα βόδια ξαναμπήκαν στο λιβάδι. Δύο μαντρόσκυλοι τα συνόδευαν. Τα κοίταξα ήσυχα, όταν, ξαφνικά, βλέποντάς με ο ένας από τους σκύλους γαύγισε απειλητικά, τρέχοντας προς το μέρος μου. Ο άλλος τον ακολούθησε αμέσως. Τι θα 'κανα; Πώς θα το έσκαζα; Όρμησα σ' ένα ρυάκι, πέρασα και βγήκα από την άλλη όχθη του. Ήταν καλή η σκέψη μου αυτή. Άκουσα ύστερα, τον ένα από τους δύο ανθρώπους που είχα συναντήσει χτες, να φωνάζει τα σκυλιά του. Περπάτησα, τότε, αρκετά κι έφτασα σε ένα άλλο δάσος που δεν ξέρω πως το ονομάζουν. Θα 'μουν, τώρα, κάπου δέκα λεύγες μακριά από το αγρόκτημα του αφεντικού μου. Είχα πια σωθεί. Κανένας δε με γνώριζε εδώ και θα μπορούσα να περπατάω χωρίς φόβο ότι κάποιος θα με συναντούσε και θα με οδηγούσε στα παλιά μου αφεντικά.
ο γάιδαρος γίνεται όλο και πιο έξυπνος.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπέρα Άρη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα.