Χαιρετισμός

Νύχτα Απρίλη, νέα σελήνη, ωραία νύχτα για εραστές και κλέφτες. Καλή αρχή, καληνύχτα σας.

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Καντισόν, κεφάλαιο τρίτο.

ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΟΥ ΑΦΕΝΤΙΚΑ
Έζησα ήσυχος κοντά ένα μήνα μέσα σ' αυτό το δάσος. Έπληττα, βέβαια, λίγο κάπου- κάπου, προτιμούσα όμως, ακόμη, να ζω μόνος μου από το να' μαι δυστυχισμένος. Ήμουν, λοιπόν, μισοευτυχισμένος, όταν διαπίστωσα πως το χορτάρι σιγά- σιγά λιγόστευε γινόταν ολοένα και πιο σκληρό. Τα φύλλα πέφταν, το νερό ήταν παγωμένο και η γης υγρή. 
-Αλίμονο! Αλίμονο! σκεφτόμουν. Τι θ' απογίνω; Αν μείνω εδώ, θα ψοφήσω από το κρύο, από την πείνα, από τη δίψα! Πού να πάω, όμως; Ποιος θα με θέλει πια εμένα; 
 Με το πολύ να σκέφτομαι, φαντάστηκα κάποιον τρόπο να βρω καταφύγιο. Βγήκα απ' το δάσος και τράβηξα σ' ένα χωριουδάκι που βρισκόταν κάπως κοντά. Είδα έναι μικρό, απομονωμένοκαι ολοκάθαρο σπίτι. Μια καλή γυναίκα καθόταν στην πόρτα του κι έπλεκε. Την πλησίασα κι έβαλα το κεφάλι μου στον ώμο της.Η γυναίκα έμπηξε, τότε, μια φωνή, σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και φάνηκε τρομαγμένη. Δεν κουνήθηκα' την κοίταξα μ' ένα ύφος 'ησυχο και παρακλητικό. 
-Κακόμοιρο ζουδάκι! είπε, επιτέλους, δε φαίνεσαι κακό! αν δεν είσαι κανενού, τότε θα ευχαριστηθώ πολύ να μείνεις για να αντικαταστήσεις το φτωχό μου γέρο- Γκριζούλη, που πέθανε από γερατιά. Θα μπορούσα έτσι, κι εγώ, να κερδίσω κάτι, πουλώντας τα λαχανικά μου στην αγορά. Μα...θα 'χεις σίγουρα, κι εσύ, αφεντικό, πρόσθεσε αναστενάζοντας. 
-Με ποιον μιλάς, καλέ γιαγιά; είπε μια γλυκιά φωνή μέσα από το σπίτι.
-Μιλάω μ' ένα γάιδαρο που ήρθε κι έβαλε το κεφάλι του στον ώμο μου και με κοιταζε με τόση γλύκα, που δε μου κάνει καρδιά να τον διώξω. 
-Για να δώ, ξανάπε η φωνούλα.

Κι αμέσως, είδα να βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού ένα τρισόμορφο αγοράκι, που θα 'ταν έξι - εφτά χρονών. Ήταν ντυμένο φτωχικά, με τα ρούχα πεντακάθαρα. Με κοίταξε περίεργα και φοβισμένο. 
-Μπορώ να το χαιδέψω, γιαγιά;
-Βέβαια, Γιωργάκη μου. Πρόσεξε μόνο μήπως σε δαγκώσει. 
 Το παιδί σήκωσε το χέρι του και μη μπορώντας να με φτάσει, προχώρησε με το 'να πόδι, ύστερα πρόβαλλε και τ' άλλο και στο τέλος με χάιδεψε στη ράχη. 
 Δεν κουνήθηκα, από το φόβο μήπως το τρομάξω. Γύρισα μόνο το κεφάλι μου προς το μέρος του και του έγλειψα το χέρι.
-Γιαγια΄, γιαγια, φαίνεται να 'ναι καλός αυτός ο γαιδαρούλης. Μου έγλειψε το χέρι, φώναξε ο Γιωργάκης.
-Παρ'αξενο το ότι είναι ολομόναχος. Πού να βρίσκεται το αφεντικό του; Πήγαινε, Γιωργάκη μου, στο χωριό, στο χάνι όπου σταματάνε οι ταξιδιώτες. Να ρωτήσεις σε ποιον ανήκει το γαιδουράκι. Σίγουρα, το αφεντικό του θα βρίσκεται σε δύσκολη θέση τώρα. 
-Να πάρω μαζί μου και το γάιδαρο γιαγια; 
-Δε θα σ' ακολουθήσει. Άσε τον να παέι όπου θέλει. Σαν είδε πως τον ακολουθούσα, στάθηκε, ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε χαιδεύοντας με: 
-Για πες μου, γαιδουράκι μου, αφού μ' ακολουθεις, θα μ' αφήσεις, βέβαια, και να σ' ανεβώ: 
 Και πηδώντας στη ράχη μου έκανε:   
-Ντέε! 
 Ξεκίνησα αμέσως κι αυτό ενθουσίασε το Γιωργάκη. 
-Σι, σι! είπε περνώντας από το χάνι.
 Σταμάτησα αμέσως, κι ο Γιωργάκης πήδηξε κάτω. Στάθηκα μπροστά στην πόρτα του χανιού, περισότερο ακίνητος ακίνητος κι από το να με είχαν δέσει.
-Τι θέλεις, αγοράκι μου, τον ρώτησε ο χανιτζής.
-Θέλω Κύριε Ντυβάλ, να μάθω αν αυτό το γαιδουράκι που στέκεται στην πόρτα είναι δικό σας ή κανενός πελάτη σας.
 Ο κύριος Ντυβάλ πρόβαλε στην πόρτα για να με κοιτάξει προσεκτικά. 
-Όχι, ούτε δικό μου είναι, ούτε κανενός από όσους ξέρω. Ρώτα παρακάτω.
 Ο Γιωργάκης ξανανέβηκε στη ράχη μου. Ξεκίνησα τρεχάτος. Το παιδί ρώτουσε, από πόρτα σε πόρτα, αν ήμουνα κανενός. κανένας, όμως, δε με γνώριζε και ξαναγυρίσαμε στην καλή γριούλα που έπλεκε πάντα στο κατώφλι του σπιτιου΄της.
-Γιαγια, το γαιδουράκι δεν είναι κανενός από 'δω. Τι θα κάνουμε τώρα; Δεν θέλω να φύγει από κοντά μου και δεν αφήνει και κανέναν άλλο να το αγγίξει.
-Τότε, Γιωργάκη μου, δεν θα πρέπει να τον αφήσουμε τη νύχτα έξω. Θα μπορούσε να πάθει τίποτα κακό. Βάλτον στον στάβλο του καημένου του Γκριζούλη μας και βάλτου, ακόμη, κάμποσο σανό κι αρκετό νερό. Θα δούμε, αύριο, όταν θα πάω στην αγορά. Ίσως συναντήσουμε εκεί το αφεντικό του.
-Κι αν δεν τον βρούμε γιαγιά;
-Τότε θα τον φυλάξουμε κοντά μας, ωσότου μας τον γυρέψουν. δεν μπορούμε να παρατήσουμε μόνο του το κακόμοιρο το ζώο, γιατί θα ψοφήσει από το κρύο το χειμώνα ή θα πέσει σε χέρια παλιανθρώπων που θα το χτυπουν, θα το βασανίζουν σοτώνοντάς το από την κούραση και πεθαίνοντάς το από την πείνα.
 Ο Γιωργάκης με τάισε και με πότισε. Με χάιδεψε ύστερα και βγήκε. Καθώς έκλεινε την πόρτα του σταύλου, τον άκουσα να λέει;
-πόσο θα το 'θελα νηα μην έχει αφεντικο και να μείνει για πάντα μαζί μας. 
 Την άλλη μέρα αφού με ξανατάισε ο Γιωργάκης, μου φόρεσε ένα καπίστρι. Με οδήγησε δίπλα σην πόρτα κι η γιαγιά του μου 'βαλε στη ράχη ένα ελαφρό σαμάρι. Ύστερα, κάθισε σ' αυτό, κι ο Γιωργάκης της έφερε ένα μικρό πανέρι με χορταρικά που εκείνη το ΄βαλε στα γόνατά της και ξεκινήσαμε για την αγορά του Μαμέρ. Η καλή κυρούλα μοσχοπούλησε τα χορταρικά, κανένας δε βρέθηκε να με γνωρίσει και ξαναγύρισα μαζί της στο σπίτι.
 Έζησα, μαζί τους, κάπου τέσσερα χρόνια. Ήμουν ευτυχισμένος, δεν επίραζα κανέναν. Έκανα καλά τη δουλειά μου, αγαπούσα το μικρό μου αφεντικό κι αυτό δε με χτυπούσε ποτέ του. Και δεν κουραζόμουν και πολύ. Με θρέφαν καλά, μάλιστα. Εκτός ααυτό, δεν είμαι και λιχούδης. Το καλοκαίρι, λαχανόφυλλα, χορταρικά που δεν τα τρώνε τ' άλογα, ούτε κι οι κατσίκες' το χειμώνα σανό και πατατόφλουδες, καρόττα, σέλινα, να τι θέλουμε εμείς οι γάιδαροι.
 Ερχόταν βέβαια και μέρες που δε μου άρεσαν καθόλου. Ήταν εκείνες που η κυρά μου με νοίκιαζε σε κάτι παιδιά που γειτόνευαν με το σπίτι μας. Ήταν φτωχή, και τις ημέρες που δεν είχα δουλειά, αναγκαζόταν, για να κερδίσει κάτι περισσότερο να με νοικιάσει στα γειτονικά πλουσιόσπιτα. Και τα παιδιά αυτά δεν ήταν πάντα τους καλά.
Και, να, τι μου συνεβηκε κάποια μέρα μέρα σε μια απ' αυτές τις εκδρομές.   

2 σχόλια: